Τις σημαντικές αλλαγές που θα μεταβάλουν το σκηνικό της εργασίας την επόμενη πενταετία, εν μέρει ως απόρροια της επικράτησης της τεχνητής νοημοσύνης, περιγράφουν αναλυτές της McKinsey σε πρόσφατη έρευνα που εκπόνησαν σε 8 χώρες του κόσμου (ΗΠΑ, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Ισπανία, Ινδία και Ιαπωνία). Με τίτλο «Το μέλλον της εργασίας», η σχετική έρευνα ιχνηλατεί τις αλλαγές που θα προκύψουν μέχρι το 2030 σε συγκεκριμένους κλάδους εργασίας και τις προσαρμογές τις οποίες θα πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικοί και συνάμα παραγωγικοί.
Τουλάχιστον ένας στους 16 εργαζόμενους θα κληθεί να αλλάξει επάγγελμα μέχρι το 2030, ποσοστό που αφορά περισσότερους από 100 εκατομμύρια εργαζομένους στις οκτώ χώρες όπου έλαβε χώρα η έρευνα, και οι οποίες συνολικά συνθέτουν το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ και σχεδόν τον μισό πληθυσμό του πλανήτη. Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, μέσα στην επόμενη πενταετία αναμένεται να υπάρξει σημαντική επιτάχυνση στην ανάπτυξη θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης -κυριότερα σε τομείς όπως τα Μαθηματικά, οι θετικές Επιστήμες, η Ιατρική, η Τεχνολογία και η Μηχανική- ενώ ταυτόχρονα θα περιοριστούν οι ευκαιρίες δραστηριοποίησης και οι θέσεις εργασίας χαμηλών επαγγελματικών απαιτήσεων, όπως η γραφειακή υποστήριξη.
Την ίδια στιγμή εντούτοις, εκτιμάται ότι η περαιτέρω άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου θα σημάνει την αυξημένη ζήτηση για εργαζόμενους σε αποθήκες και χώρους logistics, και οι αυξημένες επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια θα συνεπάγονται την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για -πολύ- εξειδικευμένους τεχνίτες ανεμογεννητριών. Αντίστοιχα, θα αυξηθούν οι ανάγκες για νοσηλευτικό προσωπικό και επαγγελματίες υγείας καθώς ο πληθυσμός σε αρκετές χώρες της Δύσης γερνάει, ενώ εκπαιδευτικοί κάθε είδους θα παραμείνουν σε ζήτηση την επόμενη δεκαετία.
Οι αναλυτές της McKinsey εκτιμούν περαιτέρω ότι η εργασία εξ αποστάσεως, που κατέστη σχεδόν μονόδρομος την προηγούμενη διετία για κάποιους επαγγελματίες εξαιτίας της πανδημίας, θα παραμείνει ως μία εναλλακτική που εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες, ωστόσο, η τάση αυτή αναμένεται να περιοριστεί λίγο τα επόμενα χρόνια, καθώς θα μεταβάλλονται οι ανάγκες στον εργασιακό χώρο. Συγκεκριμένα, από την έρευνα περίπου 2.000 εργασιών που απαιτούνται στα πλαίσια 800 επαγγελματικών ειδικοτήτων, προκύπτει ότι περίπου το 25% του εργατικού δυναμικού δύναται να εκτελεί αυτές τις εργασίες από το σπίτι, με μια συχνότητα 3 ή 5 ημερών την εβδομάδα -ποσοστό τετραπλάσιο σε σχέση με την εποχή προ πανδημίας.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, καθίσταται σαφές ότι περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους δεν έχουν την δυνατότητα εργασίας εξ αποστάσεως, κυρίως γιατί πρόκειται για υπαλλήλους που χειρίζονται μηχανήματα, κι αυτοί φαίνεται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο να αντικατασταθούν από τις νέες τεχνολογίες αυτοματοποίησης και τεχνητής νοημοσύνης. Απ’ την άλλη πλευρά, η μελέτη επισημαίνει ακόμη ότι κάποιες εργασίες δεν θα έπρεπε να γίνονται εξ αποστάσεως, για λόγους αποτελεσματικότητας, όπως και παράδειγμα οι συσκέψεις ανταλλαγής ιδεών (brainstorming), διαπραγματεύσεις κάθε είδους, αλλά και εργασίες που αφορούν την ανάπτυξη του Ανθρώπινου Δυναμικού, με δεδομένο μάλιστα ότι τα προσεχή έτη μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις θα κληθεί να επανεκπαιδευθεί ή και να εμπλουτίσει τις γνώσεις του μέσω σεμιναρίων.
Με αυτά τα δεδομένα, το υβριδικό περιβάλλον εργασίας ήρθε για να μείνει, υπό την προϋπόθεση ότι το βασικό κίνητρο των εργαζομένων είναι η αίσθηση ενός σκοπού μέσα στην επιχείρηση και η συνακόλουθη ηθική επιβράβευση, πέρα από τις υλικές αποδοχές.