Ήδη ορατές είναι στις εμπορικές επιχειρήσεις και τα μεγάλα βρετανικά brands οι συνέπειες της κατάργησης των αφορολόγητων αγορών στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε συνέχεια της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος του 2020. Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία των αφίξεων ξένων επισκεπτών, η αύξηση του αριθμού των Αμερικανών τουριστών στο Λονδίνο δεν φαίνεται να ισοδυναμεί με αύξηση του τζίρου στα εμπορικά καταστήματα της χώρας, καθώς η άλλοτε πρωτεύουσα του shopping διεθνώς είναι πλέον πολύ ακριβότερη από άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι και το Μιλάνο.
Ειδικότερα, τα στοιχεία του εμπορικού συλλόγου New West End πιστοποιούν ότι οι μεν αφίξεις Αμερικανών τουριστών είναι αυξημένες κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους κατά 17% συγκριτικά με το 2019, οι δαπάνες τους ωστόσο είναι μειωμένες κατά 1%. Δυσμενέστερη είναι η εικόνα από τους ευκατάστατους επισκέπτες από τις αραβικές χώρες, με τις αφίξεις στα αεροδρόμια του Λονδίνου από χώρες του Κόλπου να είναι αυξημένες κατά 7% το ίδιο διάστημα φέτος και τις δαπάνες τους να υποχωρούν κατά 17% συγκριτικά με πέρσι. Αιτία, σύμφωνα με εκπροσώπους μεγάλων ομίλων μόδας, είναι τόσο η κατάργηση των αφορολογήτων αγορών όσο και η επιβολή ΦΠΑ 20% στις αγορές αυτών των άλλοτε προνομιούχων επισκεπτών.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του επικεφαλής του ιστορικού βρετανικού οίκου μόδας Burberry, Ian Brimicombe, ο οποίος τόνισε πρόσφατα ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Βρετανοί επιλέγουν να αγοράζουν τα είδη με την υπογραφή του οίκου από μπουτίκ που βρίσκονται στην Ευρώπη, διαπιστώνοντας την σαφή διαφορά τιμής. Ο βρετανικός οίκος λειτουργεί συνολικά 13 καταστήματα μόνο στο Λονδίνο και παρά το γεγονός ότι αυτά εξακολουθούν να αποτελούν πόλο έλξης για τους ξένους επισκέπτες, οι επιδόσεις τους δεν συγκρίνονται με εκείνες των εμπορικών καταστημάτων στο Παρίσι, όπου οι αφορολόγητες δαπάνες έχουν αυξηθεί με τριψήφιο ποσοστό την τελευταία διετία, αλλά και το Μιλάνο, όπου η αύξηση του τζίρου σε tax free αγορές υπολογίζεται σε 43%.
Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και ο επίσης ιστορικός οίκος μόδας Mulberry, ο οποίος είναι συνώνυμος με το βρετανικό στυλ τα τελευταία 50 χρόνια. Μόλις στις αρχές του χρόνου η εταιρεία αναγκάστηκε να κλείσει ένα από τα εμβληματικά της καταστήματα στην οδό Bond στο κεντρικό Λονδίνο, συνέπεια της άρσης των αφορολόγητων αγορών. «Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδιανόητο να λειτουργήσουμε άλλο κατάστημα στην περιοχή αυτή», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του οίκου, Thierry Andretta, υπογραμμίζοντας ότι εάν η βρετανική κυβέρνηση θέλει πραγματικά να επαναφέρει την οικονομία σε υγιή θεμέλια θα πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες δίκαιου ανταγωνισμού με όρους εμπορίου και φορολογίας έναντι των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, όπως το Παρίσι, το Μιλάνο και το Βερολίνο που έχουν ευνοηθεί από την αύξηση των τουριστικών ροών και των αντίστοιχων καταναλωτικών δαπανών την τελευταία διετία.
Η εικόνα για το βρετανικό εμπόριο είναι συνολικά πάντως ανησυχητική, καθώς και τόσο ο Ιούλιος όσο και ο Αύγουστος παρουσίασαν αναιμική αγοραστική κίνηση. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από το σύνολο της χώρας, η επισκεψιμότητα στα καταστήματα των κεντρικών εμπορικών δρόμων και των εμπορικών κέντρων εμφάνισε οριακή θετική μεταβολή σε ποσοστό 0,7%, ενώ η επισκεψιμότητα σε εμπορικά πάρκα παρουσίασε κάμψη 1,5% συγκριτικά με πέρσι. Η αρνητική εξέλιξη των σχετικών μεγεθών αποδίδεται εν πολλοίς στην αύξηση των επιτοκίων καθώς και τον υψηλό πληθωρισμό που πλήττει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των Βρετανών.
Το θέμα συζητήθηκε στο βρετανικό Κοινοβούλιο την Πέμπτη, όπου βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος κάλεσαν την κυβέρνησης να επαναφέρει το καθεστώς των αφορολόγητων αγορών, τονίζοντας ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις έχουν πλέον ένα πολύ σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ευρωπαϊκών και η εθνική οικονομία υφίσταται βαριές απώλειες. Πάντως, βουλευτές του Εργατικού Κόμματος δήλωσαν την αντίθεσή τους στην επαναφορά του αφορολόγητου.