Να λοιπόν που ο ελληνικός τουρισμός επανήλθε δριμύτερος, παρά το γεγονός ότι η πανδημία δεν μας εγκατέλειψε ακόμη και η ενεργειακή κρίση είναι στο «φόρτε» της. Όλα δείχνουν ότι το 2022 θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα και με τη δυναμική που έχει διαμορφωθεί, θα μπουν στη χώρα μας κάπου 35 εκατομμύρια τουρίστες (μαζί με την κρουαζιέρα) και θα αφήσουν πάνω από 25 δισ. ευρώ (μαζί με τις δαπάνες μετακίνησης τους). Το ποσό αυτό, θα λειτουργήσει στην οικονομία μας με πολλαπλασιαστή 2,5 και θα δημιουργήσει συνολικά εισοδήματα περισσότερα από 60 δισ. (περίπου το ένα τρίτο του εθνικού μας εισοδήματος) για το τρέχον έτος, χωρίς να περιλάβουμε τις επενδύσεις σε ξενοδοχεία κ.α., που θα προσθέσουν και αυτές μερικά ακόμη δισεκατομμύρια ευρώ.
Για να καταλάβουμε πόσο σημαντικά είναι τα πιο πάνω μεγέθη, αρκεί να πούμε ότι οι άμεσες εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό καλύπτουν το 80% του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου και ισοδυναμούν με το 80% των εξαγωγών μας. Ακόμη, ότι το 40% των θέσεων εργασίας στη χώρα μας συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον κλάδο αυτό, που επίσης έχει μεγάλη συνεισφορά στα κρατικά έσοδα και αποτελεί την κύρια πηγή εισοδήματος των κατοίκων των νησιών μας.
Με αυτά τα δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας και τον στυλοβάτη της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό, δύσκολα θα βρεθεί λογικός άνθρωπος που να αμφισβητήσει τη σημασία του και την αναγκαιότητα του για τη χώρα μας.
Εκείνο που αμφισβητείται είναι η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης αυτής της επιτυχίας. Ειδικότερα, η έλλειψη μακροπρόθεσμης οπτικής από την Πολιτεία και τους επαγγελματίες του κλάδου, έχει αρχίσει να δημιουργεί πολλά και πιεστικά προβλήματα, από τα οποία δύο είναι τα σημαντικότερα:
- Οι ανεπαρκείς υποδομές, που περιορίζουν τη διαμόρφωση του τουριστικού πακέτου, την ικανοποίηση των επισκεπτών, τη «φέρουσα» δυναμικότητα (capacity) των επιμέρους περιοχών και τη μακροπρόθεσμη προοπτική τους.
- Η αδυναμία του δημόσιου τομέα να προστατεύσει την ελληνική κοινωνία από τις παρενέργειες της διαρκώς αυξανόμενης τουριστικής δραστηριότητας, δηλαδή να διασφαλίσει ότι δεν θα υποβαθμισθεί το φυσικό, πολιτιστικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον της Χώρας μας.
Το πρώτο πρόβλημα είναι γνωστό από πολύ καιρό και έχει συζητηθεί αρκετά. Απ΄ ότι φαίνεται μάλιστα θα συνεχίσει να μας απασχολεί για πολλά χρόνια, μέχρι δηλαδή να μάθει το κράτος να προγραμματίζει, αλλά και μέχρι να βρεθούν τα αντίστοιχα κεφάλαια.
Αντίθετα, το δεύτερο δεν έχει πάρει τη δημοσιότητα που του αναλογεί και δεν έχουν τονισθεί επαρκώς οι πτυχές του. Αξίζει λοιπόν να κάνουμε μια προσπάθεια για να το προσεγγίσουμε, ξεκινώντας με την καταγραφή των αλληλοτροφοδοτούμενων εξελίξεων που το προκαλούν.
Οι παρενέργειες
Πρώτα απ' όλα, η διαρκώς αυξανόμενη τουριστική κίνηση δημιούργησε μια απρόσμενη και ισχυρή ζήτηση για ακίνητα, από επιχειρηματίες και επισκέπτες, με πρώτη συνέπεια την απογείωση των τιμών και την «πτήση» τους σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Έτσι, οι χρήσεις γης άλλαξαν, τα χωράφια μετατράπηκαν σε οικόπεδα και άρχισε η δόμηση εκτός σχεδίου με τις ευλογίες του κράτους, το οποίο όχι μόνο έδινε άδειες να χτίζονται σπίτια παντού, αλλά και νομιμοποίησε αναδρομικά (το 2011) κάθε παράνομη κατασκευή.
Το άμεσο και μεγάλο θύμα αυτής της ανορθόδοξης και απαράδεκτης λειτουργίας ήταν το περιβάλλον, που υποβαθμίστηκε αισθητικά και επιβαρύνθηκε με την αλλαγή της χρήσης του. Επίσης, με τις κατασκευές να απλώνονται σε όλη την επικράτεια χωρίς κανένα σχεδιασμό, έγινε απλά ανέφικτη η αποτελεσματική διαχείριση λυμάτων και απορριμμάτων, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό μια δυναμική περαιτέρω επιβάρυνσης του.
Σε συνέχεια της πιο πάνω κατάστασης, όσοι αγόρασαν παραλιακά κτήματα, φρόντισαν να αποκόψουν την πρόσβαση του κοινού στις ακτές που είχαν μπροστά τους, για να εξασφαλίσουν την αποκλειστική χρήση τους και να ανεβάσουν με αυτό τον τρόπο την αξία των ιδιοκτησιών τους. Παράλληλα, οι καλύτερες παραλίες δόθηκαν για εκμετάλλευση. Η διπλή αυτή εξέλιξη λειτούργησε προς την κατεύθυνση του αποκλεισμού Ελλήνων και ξένων από τις περισσότερες προσβάσιμες παραλίες και του εξαναγκασμού τους να περιορισθούν σε όσες απέμειναν ή να πληρώνουν σημαντικά ποσά για να εξασφαλίζουν θέση στις οργανωμένες πλαζ.
Μια τρίτη παρενέργεια έχει να κάνει με την ασυδοσία που επικρατεί στον θαλάσσιο χώρο: Όποιος επιθυμεί μπορεί να χρησιμοποιεί ανενόχλητα οποιαδήποτε εργαλεία, συσκευές οξυγόνου κλπ για να αποψιλώσει το βυθό, σαρώνοντας ό,τι έχει απομείνει από τη θαλάσσια ζωή. Επίσης, η ανεμπόδιστη χρήση ταχύπλοων σκαφών, sea jets, surfing κλπ (είτε στο πλαίσιο «οργανωμένων θαλάσσιων σπορ» είτε ως μεμονωμένες περιπτώσεις), αυξάνει τους κινδύνους για τους κολυμβητές, αφού πολλές φορές αυτά ελίσσονται ανάμεσα τους.
Βέβαια, στη νομοθεσία μας προβλέπεται η ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε παραλία και απαγορεύεται η μεταχείριση της θάλασσας και των λουόμενων με τους πιο πάνω τρόπους. Ποιος όμως να εφαρμόσει το νόμο; Ο κρατικός μηχανισμός είναι ανοργάνωτος, υποστελεχωμένος, διαθέτει λειψό εξοπλισμό και δεν δίνει κίνητρα στους ικανούς και ηθικούς εργαζόμενους. Έτσι, δεν έχει ούτε την δυνατότητα ούτε τη διάθεση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του επαρκώς. Άσε που υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι που κάνουν πρόθυμα τα στραβά μάτια, για να συμπληρώσουν το πενιχρό εισόδημά τους ή ακόμη και να πλουτίσουν. Επειδή λοιπόν το κράτος δεν θέλει και δεν μπορεί, αφήνει χώρο για συμπεριφορές και ενέργειες που πληγώνουν τον τουρισμό, πληγώνουν το περιβάλλον, πληγώνουν τον Έλληνα και τον ξένο που θέλουν να απολαύσουν το ελληνικό καλοκαίρι.
Θα κλείσω με μια ακόμη παρενέργεια, χωρίς βέβαια να εξαντλώ όλη τη λίστα: Η υπερβάλλουσα ζήτηση καταλυμάτων, υπηρεσιών κλπ υπερβαίνει την αντίστοιχη προσφορά και οδηγεί τις τιμές όλο και πιο ψηλά. Δημιουργείται δηλαδή ένας πρόσθετος πληθωρισμός, που δυστυχώς εδραιώνεται και αποδυναμώνει σε πάγια βάση την αγοραστική δύναμη των μόνιμων κατοίκων. Ακόμη, η αυξανόμενη αποδοτικότητα των ακινήτων (λόγω της μεγάλης τουριστικής κίνησης), έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή μείωση της προσφοράς για μακροχρόνια μίσθωση, απογειώνοντας τα ενοίκια και δημιουργώντας έλλειμμα στέγης για τους συνταξιούχους, τους αγρότες, τους δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους κλπ.
Ξένοι στον τόπο τους...
«Με αυτά και μ΄ αυτά», πολλοί είναι εκείνοι που γίνονται σιγά-σιγά «ξένοι στον τόπο τους» που δεν τους χωρά πια, γιατί εκτοπίζονται από τα δημόσια αγαθά που δικαιούνται να απολαύσουν και γιατί το κόστος ζωής γίνεται όλο και μεγαλύτερο απειλώντας τα φτωχά βαλάντια τους. Για τους ίδιους λόγους περιορίζουν τις διακοπές τους και οι υπόλοιποι συμπατριώτες μας, που μπορούσαν «τέλος πάντων» να περάσουν λίγες καλοκαιρινές ημέρες στη χώρα τους. Είναι τυχαίο άραγε ότι το 2019, το έτος-ρεκόρ (μέχρι στιγμής) για τον ελληνικό τουρισμό, τα τουριστικά έσοδα από διακοπές των Ελλήνων ήταν μειωμένα κατά 56% από ό,τι 10 χρόνια πριν;
Σε τελική ανάλυση, ας καταλάβουμε όλοι και πρώτα-πρώτα η κυβέρνηση και η τοπική αυτοδιοίκηση, ότι τα ρεκόρ εσόδων και εισερχομένων τουριστών, όπως και όλοι οι δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, έχουν έννοια όταν προσθέτουν ένα λιθαράκι στην ευημερία της κοινωνίας μας.
Δεν χρειάζεται να φύγουμε εμείς για να έλθουν οι τουρίστες. Χωράμε όλοι, αρκεί να υπάρχουν κανόνες που αρμόζουν σε μια δημοκρατική χώρα και (κυρίως) να τηρούνται. Αρκεί το Κράτος να κάνει τη δουλειά του και να βάλλει «κάθε κατεργάρη στον πάγκο του». Αλλιώς, θα πρέπει να αρχίσουμε να συνηθίζουμε την ιδέα της αλλοίωσης και του εκφυλισμού του τουριστικού πακέτου και ακόμη, την ιδέα ενός Ελληνικού Καλοκαιριού χωρίς … Έλληνες.
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.