Εδώ και αρκετές ημέρες, παρακολουθώ το θρίλερ που εκτυλίσσεται στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας. Ο κόσμος αγωνιά, ο διπλωματικός πυρετός ανεβοκατεβαίνει και οι αγορές αντιδρούν παλλινδρομικά, ζαλισμένες από τον καταιγισμό αντικρουόμενων ειδήσεων σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων.
Για μία ακόμη φορά αισθάνομαι ότι ζω στον κόσμο του παραλόγου, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό η Δύση να πιαστεί για μια ακόμη φορά στον ύπνο. Πώς γίνεται να έχεις το μαχαίρι και το πεπόνι και να είσαι ο χαμένος της μοιρασιάς; Εδώ και πολλά χρόνια, παρακολουθώντας την κοντόφθαλμη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και την αυτοκτονική γεωπολιτική συμπεριφορά της Ε.Ε. και των επιμέρους χωρών-μελών της, λέω στον εαυτό μου «δεν μπορεί, κάτι δεν καταλαβαίνεις, σίγουρα δεν είναι αυτό που φαίνεται».
Κι όμως, είναι αυτό που φαίνεται! Ιδιαίτερα για την Ευρώπη, που επιμένει να πορεύεται σε ένα δύσβατο γεωπολιτικό περιβάλλον, χωρίς ενιαία στρατιωτική ισχύ. Η ευθύνη βαρύνει περισσότερο τη Γερμανία, η οποία σέρνει το χορό εδώ και πολλά χρόνια. Ίσως να είχε δίκιο ο Πάγκαλος όταν έλεγε ότι (η Γερμανία), «είναι ένας γίγαντας με μυαλό νάνου».
Αλλά ας δούμε τα γεγονότα και τους αριθμούς, ξεκινώντας από το 1991, τότε που η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Οι ταλαιπωρημένοι πολίτες της Ρωσίας και των άλλων σοβιετικών «δημοκρατιών», που επί 72 χρόνια χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα για τη μετάβαση σε νέα οικονομικά συστήματα, αποτυχημένα εξ ορισμού, είχαν φτάσει στο σημείο μηδέν, μη μπορώντας να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν γι αυτούς «δώρο Θεού», γιατί μπορούσαν πλέον να ξεχυθούν στη Δυτική Ευρώπη με την ελπίδα της επιβίωσης. Την ίδια χρονιά, η πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή της Ρωσίας, έμπαινε σε μια περίοδο παρατεταμένης παρακμής, κάτι που φάνηκε και στον πόλεμο της Τσετσενίας το 1994.
Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει η Δύση, ήταν να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να στείλει τον ψυχρό πόλεμο (που απειλούσε επί δεκαετίες «να ανοίξει την πόρτα του ...φρενοκομείου») στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Να περιορίσει δηλαδή το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας και να την εντάξει στον Δυτικό κόσμο, γιατί όχι και στο ΝΑΤΟ.
Θα αναρωτηθεί κανείς αν είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Η απάντηση είναι «ναι», χωρίς καμιά επιφύλαξη. Αρκεί να έδινε «χέρι βοήθειας» στη Ρωσία, διαθέτοντας ποσά που σε σύγκριση με το ΑΕΠ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ ήταν ψίχουλα. Ακόμη και το 2000, είχαν ΑΕΠ 95 φορές μεγαλύτερο εκείνου της Ρωσίας (19 τρις $ ένατι 0,2 τρις $). Θα μπορούσαν λοιπόν να εφαρμόσουν ένα «νέο σχέδιο Μάρσαλ» εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της παραπαίουσας Ρωσίας, διοχετεύοντας σε αυτή έναν πακτωλό χρημάτων (π.χ. αν διέθεταν 380 δις $, δηλαδή σχεδόν δύο ρωσικά ΑΕΠ, θα τους κόστιζε μόλις το 2% του ετήσιου εισοδήματος τους). Φυσικά θα έθεταν τους αναγκαίους όρους για να διασφαλισθεί η ειρήνη σε μακροπρόθεσμη βάση.
Όμως, δεν έδωσαν σημασία. Προφανώς, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ερμηνεύθηκε ως εδραίωση της ηγεμονίας της Δύσης και διατήρηση της στο διηνεκές. Περισσότερο ασχολήθηκαν με την αξιοποίηση της νέας αγοράς που ανοιγόταν μπροστά τους. Έτσι, άφησαν τη Ρωσία να γίνει λάφυρο του Πούτιν και των ολιγαρχών που την καταλήστεψαν και την απομόνωσαν για να εξασφαλίσουν την πολύτιμη γι αυτούς αδιαφάνεια. Ακόμη χειρότερα μάλιστα, η Ευρώπη κατάφερε να μεγαλώσει το βαθμό ενεργειακής εξάρτησης της από τη Ρωσία του Πούτιν, που αργά αλλά σταθερά αναβίωνε τον ψυχρό πόλεμο.
Σήμερα, ο «Τσάρος» θέλει να βάλει όρους στη Δύση ως ισότιμος αντίπαλος. Θέλει να τη σύρει σε έναν συμβιβασμό που θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για μια βαθιά γεωπολιτική διαίρεση χωρίς επιστροφή. Έχει όμως το ανάστημα να καταφέρει αυτό που επιδιώκει; Ας δούμε τα δεδομένα.
Στην εποχή μας, οι πολεμικές συγκρούσεις δεν εξαντλούνται σε μάχες στα χαρακώματα. Περιλαμβάνουν τη χρήση όπλων προηγμένης τεχνολογίας και προϋποθέτουν την οικονομική δυνατότητα αντικατάστασης των ακριβών οπλικών συστημάτων και του αναλώσιμου πολεμικού υλικού που θα χρησιμοποιείται, όσο κρατούν οι εχθροπραξίες. Με ποια λογική μπορεί η Ρωσία να αντιπαρατεθεί στη Δύση με αυτούς τους όρους;
Σήμερα, δαπανά περίπου 60 δις $ ετησίως για τη συντήρηση της στρατιωτικής της ισχύος, ποσό το οποίο είναι μικρότερο από τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες και μόλις που φτάνει στο 8% των αντίστοιχων δαπανών των ΗΠΑ (750 δις $). Επίσης, διαθέτει μεν πολεμική τεχνολογία υψηλού επιπέδου και έχει δημιουργήσει μια παντοδύναμη πολεμική μηχανή, που όμως υπολείπονται των αντίστοιχων της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Το κυριότερο είναι ότι η Ρωσία δεν μπορεί να στηρίξει οικονομικά μια σύγκρουση μεγάλης κλίμακας και μεγάλης διάρκειας. Το ΑΕΠ της ήταν 1,6 τρισ. $ το 2020, δηλαδή ίσο με το 4% των 38 τρισ. $ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ (θα μπορούσαμε να μετρήσουμε επιπλέον 10 τρισ. $, βάζοντας στην εικόνα Ιαπωνία, Καναδά και Νότια Κορέα, που ανήκουν de facto στο δυτικό στρατόπεδο). Να προσθέσουμε ακόμη ότι, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης, η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν πολεμικές δαπάνες ακόμη και με έκδοση πολλών τρισεκατομμυρίων ακάλυπτων ευρώ και δολαρίων, ενώ η Ρωσία με το αδύναμο ρούβλι, δεν έχει τέτοια δυνατότητα.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η Δύση άφησε τον διαλυμένο στρατό του 1992 να γίνει πανίσχυρος το 2020, μπορεί και τώρα να τον αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Αρκεί να συντονισθούν ΗΠΑ και Ε.Ε. Ιδιαίτερα η δεύτερη, θα πρέπει να πάψει να ονειρεύεται ότι μπορεί να αποκτήσει γεωπολιτικό εκτόπισμα χωρίς να διαθέτει ενιαία στρατιωτική ισχύ.
Θα σκεφθεί κανείς ότι οι πιο πάνω συγκρίσεις δεν ισχύουν γιατί, σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση, η Ρωσία δεν θα είναι μόνη της. Η Κίνα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και ίσως η Τουρκία, ενδεχόμενα να επέλεγαν να αντιπαρατεθούν στη Δύση, για να αποκλείσουν τη μελλοντική περιθωριοποίηση τους. Όμως, δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες που θα οδηγούσαν στη συγκρότηση τέτοιων συμμαχιών και δεν θα ωριμάσουν για πολλά χρόνια ακόμη. Από την επίδειξη κατανόησης που δείχνουν σήμερα στις ρωσικές θέσεις, μέχρι τη στήριξη της Ρωσίας στο πεδίο, η απόσταση είναι χαώδης. Άλλωστε και τεχνικά (συμβατότητα εξοπλισμών, συντονισμός, κοινές ασκήσεις κλπ) δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας συμπαράταξης.
Με άλλα λόγια, η Ρωσία είναι μόνη απέναντι στη Δύση και υστερεί απελπιστικά από αυτήν. Γι' αυτό δεν θα τολμήσει να κάνει το μοιραίο βήμα και «ο πόλεμος της Ουκρανίας» δεν θα γίνει.
Βέβαια, ο Πούτιν θα μπορούσε να ποντάρει στο ότι Ε.Ε. και ΗΠΑ θα αποφύγουν να εμπλακούν, θυσιάζοντας την Ουκρανία. Άλλωστε η Ε.Ε. έχει μάθει καλά το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου, το δείχνει μάλιστα και στην περίπτωση της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας απέναντι στις χώρες-μέλη της, Ελλάδα και Κύπρο.
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ φαίνεται ότι δεν έχουν ξεκαθαρίσει τους στόχους τους στην εξωτερική τους πολιτική, όπως έδειξαν με τις αντιδράσεις τους στη Συρία και το Αφγανιστάν. Αν λοιπόν ο Πούτιν πάρει το ρίσκο, είναι πολύ πιθανό να του βγει και να βρεθεί στην Ουκρανία χωρίς πόλεμο, χωρίς συνέπειες, αντιμετωπίζοντας μόνο κάποιες οικονομικές κυρώσεις που εύκολα ή δύσκολα θα τις ξεπεράσει γιατί διαθέτει το πολύτιμο για την Ε.Ε. φυσικό αέριο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι μόνο η Ουκρανία η μεγάλη χαμένη. Θα είναι και η διεθνής νομιμότητα, οι διεθνείς συνθήκες, η δημοκρατία. Στην πλευρά των νικητών η Ρωσία, ο Ψυχρός Πόλεμος, οι χώρες που θα εγείρουν διεκδικήσεις με βάση την ισχύ τους στο πεδίο, όπως η Κίνα απέναντι στην Ταιβάν, η Τουρκία και πολλές ακόμη.
Τέλος, μια τέτοια εξέλιξη, θα έδινε χρόνο για τη σύναψη και ωρίμανση εφιαλτικών συμμαχιών μεταξύ de facto δικτατορικών καθεστώτων και θα έφερνε πιο κοντά τον κίνδυνο επικράτησης καταστάσεων σαν αυτές που περιγράφει ο Όργουελ στο «1984».
Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.