Δεν θα είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία στην είδηση με τίτλο «Η Συνθήκη που απειλεί να εκτροχιάσει την Ευρωπαϊκή πράσινη ανάπτυξη», αλλά το μάτι μου τράβηξε η RWE, ο γερμανικός ενεργειακός κολοσσός που φλέρταρε με τη Δ.Ε.Η. επί εποχής Αθανασόπουλου και ήδη κατέληξε σε συμφωνία για την από κοινού κατασκευή και εκμετάλλευση τεράστιων φωτοβολταϊκών πάρκων στη Δυτική Μακεδονία και στη Μεγαλόπολη.
Σύμφωνα με την είδηση, η RWE κατέθεσε πρόσφατα αγωγή στο Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών (ICSID), αξιώνοντας αποζημίωση ύψους 1,4 δισ. ευρώ από την Ολλανδία, επειδή η τελευταία της επιβάλλει την απαγόρευση χρησιμοποίησης του λιθάνθρακα μετά το 2030(!) στα εκεί δικά της εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής.
Στην ίδια είδηση αναφέρεται ανάλογη αγωγή με αξίωση 225 εκατ. ευρώ που κατέθεσε η βρετανική εταιρία πετρελαίων Rockhopper Exploration κατά της Ιταλίας επειδή της απαγορεύεται η διεξαγωγή γεωτρήσεων. Οι προσφυγές των δύο εταιριών, καταλήγει η είδηση, στρέφονται κατά των μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία του Περιβάλλοντος, αποτελούν δε, πάντα κατά την ειδησεογραφία, την αρχή πληθώρας παρόμοιων αξιώσεων που πρόκειται να ακολουθήσουν σε όλη την Ευρώπη.
Τέτοιες αγωγές επιτρέπονται μέσω μιας ελάχιστα γνωστής συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας (Energy Charter Treaty - ECT) την οποία έχουν υπογράψει παλιά, τον Δεκέμβριο του 1994, όλες οι χώρες της ΕΕ (και η Ελλάδα προφανώς) αλλά και πολλές άλλες όπως η Ιαπωνία, η Τουρκία και διάφορες πρώην σοβιετικές. Η λογική της Συνθήκης που υπογράφηκε αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με ανύπαρκτη ακόμη τη συνειδητοποίηση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, ήταν η παροχή ασφάλειας διεθνούς δικαίου για τις εταιρείες που επιθυμούσαν να επενδύσουν στον τομέα της ενέργειας στις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης αλλά δεν εμπιστεύονταν τα τοπικά νομικά συστήματα.
Η «δημιουργική» ανάγνωση του γράμματος της Συνθήκης επέτρεψε τώρα μια ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση από το Κράτος οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ενέργειας και υφίστανται απρόβλεπτη ζημία λόγω της υποχρεωτικής από τις Ευρωπαϊκές Ντιρεκτίβες απόσυρσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, της διακοπής προγραμματισμένων δραστηριοτήτων τους ή άλλων περιβαλλοντολογικών επιβαρύνσεων.
Η ερμηνεία αυτή έχει, όπως ήταν επόμενο, δημιουργήσει αναστάτωση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αναζητούνται εδώ και δύο χρόνια περίτεχνες μέθοδοι για την αποφυγή των συνεπειών τέτοιων εφαρμογών της Συνθήκης. Οι λύσεις που αναζητούνται είναι διάφορες, αλλά και οι δυσκολίες που ανακύπτουν φαίνεται να είναι μεγάλες και έτσι ορισμένες εταιρίες ξεκίνησαν τις διεκδικήσεις τους.
Δεν είμαι νομομαθής και δεν μπορώ να γνωρίζω αν η Συνθήκη ενδιαφέρει ελληνικές βιομηχανίες που έχουν επενδύσει στο εξωτερικό. Ούτε φυσικά είμαι σε θέση να γνωρίζω αν μια πιo ευρεία ερμηνεία της Συνθήκης θα επέτρεπε την εφαρμογή της in domus, δηλαδή μέσα στην ίδια χώρα, οπότε τέτοιου είδους αποζημίωση θα μπορούσε να αξιώσει και η ΔΕΗ από το Ελληνικό Δημόσιο. Διότι δεν χρειάζεται να είμαι νομικός για να διαπιστώσω ότι η Δημόσια Επιχείρηση έχει υποστεί σοβαρή άμεση και έμμεση ζημιά από την υποχρέωση προσαρμογής προς τις περιβαλλοντολογικές της υποχρεώσεις, τόσο από την επιβολή του φόρου άνθρακα στην λιγνιτική της παραγωγή όσο και από την υποχρέωση κατάργησης ή μετατροπής σημαντικών της εγκαταστάσεων πριν ακόμα αυτές να έχουν πλήρως αποσβεστεί.
Παρακαλώ να μην με παρεξηγήσουν οι ευαίσθητοι στα θέματα προστασίας του Περιβάλλοντος καλοί μου φίλοι. Δεν προτείνω την αναστολή της απολιγνιτοποίησης. Διερωτώμαι απλά αν οι νομικοί σύμβουλοι της ΔΕΗ, των οποίων τυχαίνει να γνωρίζω τις ικανότητες, μπορούν να αναζητήσουν κάποια πολύ «δημιουργική» ερμηνεία της Συνθήκης προς όφελος της Επιχείρησης, γνωρίζοντας βέβαια και ότι στη μετοχική της σύνθεση περιλαμβάνονται όχι μόνο το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και πολλοί ιδιώτες.
* Ο κ. Ραφαήλ Μωυσής είναι ιδρυτής του Συλλόγου Αποφοίτων ΜΙΤ στην Ελλάδα. Έχει εκδώσει δυο βιβλία «Θα γίνει της Δεής» και «ΑΛΗΘΙΝΑ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΑ. Ιστορίες με 55 πρόσωπα».