Η χωρίς προηγούμενο, εδώ και πολλές δεκαετίες, υγειονομική κρίση οδήγησε σε χωρίς προηγούμενο πολιτικές αποφάσεις. Τα σύνορα των χωρών έκλεισαν, οι αεροπορικές μεταφορές «πάγωσαν», το εμπόριο εξαρθρώθηκε και επιβλήθηκε ένα πρωτοφανές lockdown: πανεπιστήμια, σχολεία, βιομηχανίες, επιχειρήσεις, γραφεία, μαγαζιά κ.α. ανέστειλαν προσωρινά τη λειτουργία τους.
Όλα αυτά είχαν έναν και μόνο στόχο: να περιοριστούν στο ελάχιστο οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και να επιτευχθεί η ανάσχεση της επιδημίας. Οι πολιτικές ηγεσίες, παρά τις όποιες καθυστερήσεις και παλινωδίες, έκαναν τα πάντα για την προστασία των πολιτών και δεν δίστασαν στο χωρίς προηγούμενο, σε καιρό ειρήνης, οικονομικό κόστος του lockdown: τα χρηματιστήρια κατέρρευσαν, η ανεργία σημείωσε άλμα και ενεργοποιήθηκαν τεράστια κυβερνητικά προγράμματα για την στήριξη των οικονομιών.
Και όλα αυτά για μια επιδημία που δεν ήταν ακραία θανατηφόρα και αφορούσε περισσότερο ευπαθείς ομάδες: άτομα μεγάλης ηλικίας και με χρόνια νοσήματα. Μάλιστα πολλοί αμφισβητούν την σκοπιμότητα τέτοιας έκτασης μέτρων και την πρόκληση τέτοιου μεγέθους οικονομικής ζημιάς.
Ο ανάλγητος καπιταλισμός όχι μόνο δεν δίστασε να θυσιάσει κέρδη και αξίες για τη ζωή των «εργατών» αλλά προχώρησε στην επίταξη μέσων και υποδομών οι οποίες κρίθηκαν απαραίτητες για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Η πανδημία ήρθε να υπενθυμίσει τον πανίσχυρο ρόλο του κράτους και τις τεράστιες εξουσίες που μπορεί να ενεργοποιήσει για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, του δημοσίου συμφέροντος και της ασφάλειας της χώρας. Ένα κράτος μπορεί στη στιγμή να αναλάβει τον έλεγχο ιδιωτικών αεροδρομίων, νοσοκομείων, λιμανιών, τηλεπικοινωνιών και κάθε υποδομής που θεωρείται κρίσιμη για την διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε στην επίταξη ιδιωτικών κλινικών προκειμένου να είναι πανέτοιμη να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο έξαρσης της επιδημίας, αφήνοντας την Αριστερά να κοιτάει αμήχανα αδυνατώντας να επαναλάβει τα περί ξεπουλήματος της δημόσιας υγείας, περί σκανδαλώδους ενίσχυσης των ιδιωτών κλπ. Ακριβώς το ίδιο θα μπορούσε να κάνει κάθε ελληνική κυβέρνηση στον ΟΤΕ, το Αεροδρόμιο του Ελληνικού, το Λιμάνι του Πειραιά, ενεργειακές μονάδες και κάθε υποδομή που θα απαιτούσε το εθνικό συμφέρον και η αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης.
Για δεκαετίες η ελληνική Αριστερά και το Κέντρο αντιστάθηκαν στην ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία με κεντρικό επιχείρημα τον φόβο: η πώληση του ΟΤΕ ή του Αεροδρομίου ή των λιμανιών αποτελούσαν απειλή για την Εθνική Ασφάλεια, η απελευθέρωση των αγορών ή εταιριών όπως η Ολυμπιακή συνιστούσαν ξεπούλημα σε βάρος των πολιτών και της κρατικής περιουσίας κ.ο.κ. Και πρόσφατα ο αντιμνημονιακός αγώνας στηρίχθηκε σε αυτό τον φόβο με φωνές περί υποθήκευσης της χώρας και της ελληνικής γης, επιχειρήματα αστεία με μεγάλη όμως συναισθηματική επιρροή.
Η πολιτική του φόβου που καλλιέργησε η Αριστερά αποτέλεσε μια ευφυή τακτική κίνηση, καθώς, πέτυχε την απομάκρυνση από τον πραγματικό πυρήνα του προβλήματος: πώς μια οικονομία θα επιτύχει την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών. Δεν έγινε πότε συζήτηση – αξιολόγηση για το πότε μεγιστοποιείται το αποτέλεσμα για τους μετόχους, τους εργαζόμενους και την κοινωνία: όταν μια εταιρία είναι υπό ιδιωτικό ή δημόσιο έλεγχο.
Η Αριστερά με τρόπο αυτιστικό κοιτούσε και ενδιαφερόταν για μόνο ένα πράγμα: τον δημόσιο έλεγχο της παραγωγής, όχι για το αποτέλεσμα της παραγωγής. Ο στόχος της Αριστεράς ήταν (και παραμένει) οι τηλεπικοινωνίες, για παράδειγμα, να είναι κρατικές, τα υπόλοιπα ήταν λεπτομέρειες.
Όλα στο όνομα του λαού, αλλά μόνο στο όνομα. Κανένας δεν ασχολήθηκε πραγματικά με τους αδύναμους. Το ζητούμενο για την Αριστερά ήταν ο ΟΤΕ, για παράδειγμα, να είναι δημόσιος πολεμώντας την εναλλακτική ενός εύρωστου οικονομικά ιδιωτικού ΟΤΕ που να αποδίδει φόρους στο Δημόσιο ώστε το Δημόσιο να μπορεί να ενισχύει τους αδύναμους και να έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές τηλεπικοινωνίες.
Η μεγάλη επιτυχία της λογικής αυτής δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την σύμπραξη ενός μεγάλου τμήματος της αποκαλούμενης Δεξιάς: η μεγάλη κρατική παρουσία στην οικονομία, τα κρατικά μονοπώλια και οι μεγάλες κρατικές εταιρίες αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο για διορισμούς, κομματικές εξυπηρετήσεις που ενίσχυαν την πολιτική ισχύ.
Έτσι η Ελλάδα παρέμεινε στάσιμη σε ένα μοντέλο ξεπερασμένο, με την Αριστερά να πολεμά κάθε αλλαγή, κάθε διεύρυνση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα ως ξεπούλημα και απειλή στην εθνική ασφάλεια, την ώρα που η Ευρώπη άνοιγε βηματισμό αφήνοντας την παραγωγή να ανθίσει υπό τον έλεγχο του ιδιωτικού τομέα φροντίζοντας παράλληλα ο πλούτος που δημιουργούσε η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών να επιστρέφει στην κοινωνία έμμεσα (με υποδομές και δημόσιες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας) και άμεσα (με την οικονομική ενίσχυση των αδύναμων).
Η πανδημία και η άμεση ανάγκη επιστροφής στην ανάπτυξη αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για τον οριστικό απεγκλωβισμό της χώρας και της κοινωνίας από ξεπερασμένα ψευτοδιλήμματα άλλων εποχών και την προσαρμογή της οικονομίας στην σύγχρονη πραγματικότητα: κυρίαρχος ρόλος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην οικονομία και ένα ισχυρό επιτελικό - εποπτικό κράτος με στόχο την μεγιστοποίηση του τελικού οικονομικού αποτελέσματος για την χώρα και την κοινωνία.