Ισχυρή πορεία για τα κέρδη τόσο των ελληνικών όσο και των κυπριακών τραπεζών αναμένει για το επόμενο διάστημα ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s, σε έκθεσή του που ακολουθεί αντίστοιχο report για τις οικονομίες των δύο χωρών, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει τόσο το outlook όσο και την αξιολόγηση αρκετών εξ αυτών.
Ο οίκος αναβαθμίζει σε ΒΒ- από Β+ τη μακροχρόνια αξιολόγηση της Alpha Bank με το outlook να διατηρείται σταθερό. Για τη Eurobank η αξιολόγηση φθάνει στο ΒΒ- από Β+ με θετικές προοπτικές. Για την Εθνική Τράπεζα η αξιολόγηση είναι ΒΒ- από Β+ με θετικές προοπτικές και για την Τρ. Πειραιώς είναι Β+ από Β με θετικές προοπτικές. Στο ΒΒ- με θετικές προοπτικές η αξιολόγηση για την Τράπεζα Κύπρου.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, μετά από χρόνια ταλαιπωρίας τόσο το ελληνικό όσο και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα έχουν φθάσει σε ένα σημείο καμπής στην πορεία τους προς την ομαλοποίηση. Μετά από χρόνια σημαντικών πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), τιτλοποιήσεων, διαγραφών και ανακτήσεων, όλοι οι συστημικοί δανειστές στην Ελλάδα και την Κύπρο ήταν σε θέση να επιτύχουν NPL κάτω από 10%. Επιπλέον, αν και η συγκρατημένη διάθεση των τραπεζών για ανάληψη κινδύνου θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στην υποτονική ζήτηση για νέα δάνεια, ιδίως από τα νοικοκυριά, η επιφυλακτικότητά τους τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η πιθανή επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων.
Μετά από μια μικρή άνοδο το 2023 λόγω του ασταθούς περιβάλλοντος, αναμένεται ότι το κόστος του κινδύνου θα μειωθεί από τα τρέχοντα επίπεδα. Οι ορατές διαφορές μεταξύ των τραπεζών όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού και κυρίως την κάλυψη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποιες πρόσθετες ανάγκες προβλέψεων μεταξύ των τραπεζών και στα δύο συστήματα, οδηγώντας σε κάποια διαφοροποίηση των επιδόσεων των επιμέρους οντοτήτων. Επίσης, σημειώνεται ότι το κόστος κινδύνου είναι πιθανό να παραμείνει πιο αυξημένο από ό,τι για τους ομολόγους τους στην ΕΕ, καθώς και τα δύο τραπεζικά συστήματα εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά που αυξάνουν την ευπάθειά τους σε περίπτωση ύφεσης, ιδίως οι σημαντικές συγκεντρώσεις τους, στις 31 Δεκεμβρίου 2022, σε ευμετάβλητους τομείς, όπως οι κατασκευές και τα ακίνητα (13% στην Κύπρο, 10% στην Ελλάδα) και ο τουρισμός (10% στην Κύπρο, 14% στην Ελλάδα).
Η πορεία προς την ομαλοποίηση
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβεί σε σημαντικές αναδιαρθρώσεις κόστους για τον εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων τους. Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν με επιτυχία να εξορθολογήσουν τις δραστηριότητές τους μέσω μέτρων εξοικονόμησης κόστους και πωλήσεων μη βασικών περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα ο δείκτης κόστους προς έσοδα των τραπεζών να βελτιωθεί κοντά ή κάτω από το 40%. Το γεγονός αυτό τις κατατάσσει μεταξύ των καλύτερων επιδόσεων αποδοτικότητας στην Ευρώπη.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα διευκολύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη των κερδών στα τραπεζικά συστήματα και των δύο χωρών. Η αύξηση των επιτοκίων ενίσχυσε την κερδοφορία των τραπεζών το 2022 και θα συνεχίσει να ενισχύει τα κέρδη το 2023. Η κερδοφορία των τραπεζών έχει βελτιωθεί μετά από χρόνια ζημιών. Αναμένεται περαιτέρω ενισχυμένη κερδοφορία, υποστηριζόμενη από τις χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες από δάνεια και τα πρόσθετα οφέλη από την ανατιμολόγηση των δανείων με υψηλότερα επιτόκια, καθώς και από τη συνεχή εστίαση στον έλεγχο των λειτουργικών δαπανών. Επιπλέον, εκτιμάται ότι τα χαρτοφυλάκια εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών θα διευρυνθούν κατά 3%-4% το 2023 - 2024 στην Ελλάδα και κατά 2% στην Κύπρο, κυρίως χάρη στην ώθηση από την αναμενόμενη αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό συμβαίνει μετά από χρόνια αρνητικής αύξησης των δανείων, η οποία οφείλεται στις μεγάλες πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE).
Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, αλλά οι τράπεζες θα επωφεληθούν από ισχυρότερα προφίλ χρηματοδότησης από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια και περιορισμένες ανάγκες χρηματοδότησης χονδρικής. Η απομόχλευση και η εξυγίανση του συστήματος τα τελευταία χρόνια έχουν μειώσει σημαντικά τις πιέσεις χρηματοδότησης. Ο δείκτης δανείων προς βασικές καταθέσεις πελατών βελτιώθηκε σε 65% - 70% στο τέλος του 2022 από το ανώτατο επίπεδο του 174% το 2015 για την Ελλάδα και του 185% το 2013 για την Κύπρο, ενώ το εξωτερικό χρέος περιορίζεται στα μέσα ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) και στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO).
Κατά τη διάρκεια του 2022, οι καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά 4,5% στην Ελλάδα και κατά 3,5% στην Κύπρο. Ο τιμολογιακός ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση ή τη διατήρηση των καταθέσεων αναμένεται να είναι μέτριος και να οδηγήσει σε διαχειρίσιμη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης. Παρόλα αυτά, αβεβαιότητες περιβάλλουν τη μετακύλιση των επιτοκίων και τα ποσά των καταθέσεων όψεως που θα διοχετευθούν σε προθεσμιακές καταθέσεις, δεδομένου ότι η χρηματοδότηση στρέφεται επί του παρόντος σε μεγάλο βαθμό προς τις φθηνές καταθέσεις όψεως των πελατών.
Οι ανησυχίες σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας των τραπεζών μετά την καταβολή μεγάλων TLTRO αμβλύνονται. Ορισμένες ελληνικές και κυπριακές τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να αποπληρώνουν τα μεγάλα δάνεια TLTRO με αμελητέα επίπτωση στον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) και στον δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) και εκτιμάται ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να εμφανίζουν πλεονάζουσα ρευστότητα μετά την αποπληρωμή των TLTRO.