Μετά τον οίκο αξιολόγησης DBRS και ο Moody’s δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα με έκθεσή του, στην οποία τονίζει ότι θα υπάρξει ανοδική πορεία των μεγεθών και κυρίως των εσόδων από τόκους και κατά το τρέχον έτος.
Ο οίκος τονίζει ότι η πιστωτική επέκταση, τα υψηλότερα επιτόκια και η μείωση των επισφαλειών στήριξαν τα μεγέθη των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών για το 2002, για τις οποίες διατηρεί αμετάβλητες της αξιολογήσεις:
- Alpha Bank (Ba2/Ba3, σταθερές προοπτικές)
- Eurobank (Ba2/Ba3, θετικές προοπτικές)
- Εθνική Τράπεζα (Ba2/Ba3, θετικές προοπτικές) και
- Τρ. Πειραιώς (Ba3/B1, σταθερές προοπτικές).
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Moody’s τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕ) συνέχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια του 2022, καθώς οι τέσσερις τράπεζες ολοκλήρωσαν τις τιτλοποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, μειώνοντας τον μέσο σταθμισμένο δείκτη σε περίπου 6,3% το 2022, από 10% το 2021 και από το μέγιστο 49% τον Δεκέμβριο του 2016.
Όμως κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες θα δυσκολευτούν περισσότερο να επιτύχουν ουσιαστικές μειώσεις των NPE λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων επιτοκίων.
Οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες είχαν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων το 2022 πάνω από ελάχιστες απαιτήσεις, ενώ ο μέσος δείκτης CET1 ήταν πέρυσι στο 13,5% σε σύγκριση με 12,4% το 2021, με τον οίκο, πάντως, να τονίζει ότι οι δείκτες ενσώματων κοινών μετοχών (TCE) για το 2023 να είναι σημαντικά χαμηλότεροι από τους δείκτες CET1.
Η κερδοφορία του 2022 στηρίχθηκε στην πολύ καλή πορεία των εσόδων από τόκους, τα οποία στο σύνολο του κλάδου αυξήθηκαν κατά 5,2%, ενώ καταγράφηκε σημαντική ενίσχυση και στην πιστωτική επέκταση κατά 5,8%, που αφορούσε κατά κύριο λόγω παροχή επιχειρηματικών δανείων.
Παράλληλα η αύξηση των βασικών επιτοκίων βοήθησαν τις τράπεζες να αυξήσουν και αυτές με τη σειρά τους τα επιτόκια των δανείων με ρυθμό ταχύτερο σε σύγκριση με αυτά καταθέσεων.
Ακόμη στην έκθεση σημειώνεται ότι οι καταθέσεις και για τις τέσσερις τράπεζες αυξήθηκαν κατά 5,8% το 2022 αποτελώντας στήριγμα για τη ρευστότητά τους, με τον μέσο Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) να φθάνει στο 198% στα τέλη του περασμένου έτους. Περίπου το ήμισυ των ρευστών διαθεσίμων τους έχει τη μορφή τίτλων του ελληνικού δημοσίου, ενώ οι αντισταθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή περιορίζουν τυχόν μη πραγματοποιηθείσες ζημίες. Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τη διεθνή κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022, προκειμένου να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις τους για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
DBRS: Θωρακισμένη η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών
Ισχυρή κεφαλαιακή βάση, περισσότερο «καθαρούς» από κόκκινα δάνεια ισολογισμούς και σταθερή τάση για αύξηση των εσόδων τους διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες, όπως σημειώνει σε έκθεσή του ο οίκος αξιολόγησης DBRS.
Παράλληλα αναφέρει ότι η πιστωτική επέκταση θα είναι πιο ήπια το 2023, λόγω τόσο του πληθωρισμού όσο και της αύξησης του κόστους δανεισμού, εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων, ενώ εξετάζει με λεπτομέρεια τις ανακοινώσεις για την πορεία των μεγεθών του 2022.
Ο καναδικός οίκος αναφέρει ότι οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς) ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη 3,7 δισ. ευρώ το οικονομικό έτος 2022, έναντι καθαρών ζημιών 4,7 δισ. ευρώ το οικονομικό έτος 2021.
Τα υψηλότερα έσοδα, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και το μειωμένο πιστωτικό κόστος στήριξαν τα επίπεδα καθαρής κερδοφορίας το 2022, μετά από έτη που επηρεάστηκαν από την απομείωση κινδύνου, την αναδιάρθρωση και τον COVID-19. Τα έσοδα το 2022 αντανακλούσαν βελτιώσεις σε όλες τις ροές, συμπεριλαμβανομένων των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), των καθαρών προμηθειών και των λοιπών εσόδων. Οι χορηγήσεις νέων δανείων διατηρήθηκαν το 2022, κυρίως λόγω των επιχειρήσεων. Αναμένεται, όμως, ότι η πιστωτική επέκταση το 2023 θα είναι χαμηλότερη από ό,τι το 2022, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και της επιβράδυνσης της οικονομίας.