Την ελπίδα ότι θα αποφευχθούν τα χειρότερα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα σταθεροποιηθούν οι αγορές δημιουργεί η χθεσινή συγχώνευση ανάγκης των δύο κορυφαίων ελβετικών τραπεζών, όμως πολύ γρήγορα, από τις πρώτες ώρες συναλλαγών στην Ασία, έχει διαφανεί ότι υπάρχουν στις αγορές ακόμη έντονοι φόβοι για παράταση της αναταραχής στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα.
Χαρακτηριστική είναι η διακύμανση των futures του ευρωπαϊκού δείκτη Euro Stoxx 50 στην Ασία: αρχικά κέρδιζε περισσότερο από 1%, αλλά γρήγορα μπήκε σε καθοδική τροχιά και γύρω στις 7.00 π.μ., ώρα Ελλάδος, σημείωνε πτώση 0,30%. Οριακές διακυμάνσεις σημείωναν τα futures των τριών αμερικανικών δεικτών, ενώ οι περισσότεροι δείκτες των ασιατικών αγορών κινούνταν πτωτικά -για «θάλασσα από κόκκινα στην οθόνη», έκανε λόγο σχολιαστής του Bloomberg. Ακόμη πιο ανησυχητικές, ίσως, ήταν οι έντονες πιέσεις στη μετοχή του τραπεζικού κολοσσού HSBC, που έχανε σχεδόν 6% στο Χονγκ Κονγκ, παρότι έχει παρουσιάσει υψηλή κερδοφορία το 2022.
Ύστερα από δραματικές διαβουλεύσεις και υπό την ασφυκτική πίεση των ελβετικών αρχών, η UBS συμφώνησε να εξαγοράσει την Credit Suisse με ουσιαστικά συμβολικό τίμημα μόλις 3 δισ. ελβετικών φράγκων (3,23 δισ. δολ.) και να αναλάβει ζημιές της δεύτερης μεγαλύτερης ελβετικής τράπεζας, ύψους 5,4 δισ. δολ. Η συμφωνία προβλέπει πλήρες «κούρεμα» των ομολόγων AT1 που είχε εκδώσει η Credit Suisse, ύψους άνω των 16 δισ. δολ., μια εξέλιξη που δημιουργεί νέα, δυσμενή δεδομένα για μια αγορά τίτλων που ξεπερνά τα 200 δισ. ευρώ και θεωρείται κρίσιμη για τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουν τις αγορές για τον κίνδυνο έλλειψης ρευστότητας σε δολάρια, η Fed, η ΕΚΤ και οι άλλες τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες ανακοίνωσαν συμφωνία για την απεριόριστη παροχή δολαρίων, τα οποία θα προσφέρει στις άλλες κεντρικές τράπεζες η Fed μέσω swaps, κάτι που είχε γίνει και στη διάρκεια της μεγάλης αναταραχής του Μαρτίου 2020, λόγω της πανδημίας.
Οι παρεμβάσεις αυτές από τις κεντρικές τράπεζες, από τη διάσωση της Credit Suisse ως την παροχή ρευστότητας στο παγκόσμιο σύστημα, αναμφίβολα απομακρύνουν τους κινδύνους ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης της αναταραχής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στις αγορές, ωστόσο οι αναλυτές τονίζουν ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη για να θεωρηθεί ότι «βγαίνουμε σε ξέφωτο».
Όμως, κρίσιμη σημασία θα έχει την περαιτέρω πορεία των αγορών η στάση που θα κρατήσει η Fed, που συνεδριάζει από αύριο και θα ανακοινώσει την Τετάρτη τις αποφάσεις της για το βασικό αμερικανικό επιτόκιο. Αν η αμερικανική κεντρική τράπεζα «παγώσει» τις αυξήσεις των επιτοκίων, αποφεύγοντας την αναμενόμενη αύξηση κατά 0,25%, θα στείλει ένα καθησυχαστικό μήνυμα στις αγορές ότι η νομισματική πολιτική προσαρμόζεται στα δεδομένα της τραπεζικής κρίσης και δεν στοχεύει μόνο στην αναχαίτιση του πληθωρισμού.
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολλά στοιχεία που δικαιολογούν επιφυλακτικότητα, καθώς η εξαγορά μιας συστημικής τράπεζας, όπως η Credit Suisse με ένα επώδυνα χαμηλό τίμημα επιβεβαιώνει ότι μπορεί να υπάρξουν αναπάντεχα δυσάρεστες εκπλήξεις για τους επενδυτές σε τραπεζικές μετοχές και οι short sellers σίγουρα θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν τους επόμενους, αδύναμους τραπεζικούς κρίκους διεθνώς, ώστε να εξαπολύσουν τις επιθέσεις τους.
Προφανείς στόχοι είναι οι αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες, για τις οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαροί φόβοι ότι θα δεχθούν πιέσεις στη ρευστότητά τους από απόσυρση καταθέσεων, καθώς μάλιστα παραμένει ανοικτό αν και πώς θα διασωθεί η First Republic, που έλαβε ένεση ρευστότητας 30 δισ. δολ. από έντεκα μεγάλες τράπεζες την Πέμπτη, αλλά την Παρασκευή η μετοχή της «βούλιαξε» σχεδόν κατά 33%. Οι περιφερειακές τράπεζες ανησυχούν σε τέτοιο βαθμό για τη ρευστότητά τους, που ζήτησαν πλήρη εγγύηση καταθέσεων από την κυβέρνηση για μια διετία, αίτημα που δεν φαίνεται ότι μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Το ΧΑ αμύνεται στις 1.000 μονάδες
Κρίσιμη και καθοριστική θα είναι η 3η εβδομάδα του Μαρτίου για τις διεθνείς αγορές αλλά και το ελληνικό χρηματιστήριο, που μετά τη μεγάλη πτώση κοντά στο 10% κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων του μήνα, έχει πλησιάσει επικίνδυνα το κομβικό όριο των 1.000 μονάδων και πλέον καλείται να «διασώσει» αυτή τη ζώνη, ώστε να κρατήσει και ανοικτό το… παράθυρο του ανοδικού momentum.
Θυμίζουμε πως την περασμένη εβδομάδα τόσο το Χ.Α. όσο και οι ευρωπαϊκές αγορές πιέστηκαν σημαντικά. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 έχασε 3,9% το πενθήμερο στη χειρότερη επίδοσή του από τον Σεπτέμβριο του 2022, ενώ ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος διολίσθησε κατά 12% στη μεγαλύτερη εβδομαδιαία πτώση του εδώ και έναν χρόνο.
Ο γερμανικός DAX έχασε σε εβδομαδιαίο επίπεδο 4,3% της αξίας του, ο FTSE 100 στο Λονδίνο υποχώρησε 5,3% και ο CAC 40 στο Παρίσι έγραψε απώλειες 4%. Αξίζει να σημειωθεί πως η μετοχή της Credit Suisse υποχώρησε σε εβδομαδιαίο επίπεδο κατά 25,5%, έχοντας τη χειρότερη εβδομαδιαία επίδοση από τις αρχές Μαρτίου 2020, λόγω του σοκ του Covid-19 τότε.
Μεγάλη πτώση και στο ελληνικό χρηματιστήριο
Το ελληνικό χρηματιστήριο πιέστηκε σημαντικά για δεύτερη συνεχή εβδομάδα, με το Μάρτιο να είναι έως τώρα έντονα πτωτικός – διορθωτικός, ύστερα από ένα πεντάμηνο διαρκούς ανόδου. Την Παρασκευή ο Γ.Δ. έκλεισε στις 1.020,19 μονάδες (-1,14%), ο FTSE 25 έκλεισε στις 2.477,76 μονάδες (-1,12%) και ο Mid Cap ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση στις 1.465,64 μονάδες με πτώση 1,61%. Ο τραπεζικός δείκτης κατρακύλησε στις 736,07 μονάδες με απώλειες 4,40%. Σε εβδομαδιαίο επίπεδο, ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 3,41%, ο Large Cap έχασε 3,37%, ο Mid Cap -5,33%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης έχασε το 7,22% της αξίας του.
Η αξία συναλλαγών την Παρασκευή διαμορφώθηκε στα 178,68 εκατ. ευρώ, με τα 70 εκατ. ευρώ να διακινούνται στις δημοπρασίες καθώς έλαβε χώρα μίνι rebalancing λόγω αναδιάρθρωσης στους διεθνείς δείκτες FTSE-Russell. Σε επίπεδο εβδομάδας, οι μέσες συναλλαγές εκτοξεύτηκαν στα 156,8 εκατ. ευρώ, ενώ σε επίπεδο 2023 διαμορφώνονται στα 117,3 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 58,5% έναντι του 2022.
Αξίζει να σημειωθεί πως μετά τα υψηλά της Τετάρτης 1ης Μαρτίου (μια ημέρα μετά το δυστύχημα), όταν το Χ.Α. είχε κλείσει στις 1.133,11 μονάδες, ο Γ.Δ. υποχωρεί σε ποσοστό 9,97%, ο FTSE 25 χάνει 10,53%, ο Mid Cap -9,52%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης έχει πτώση 21,11%. Στις επιμέρους μετοχές, η Alpha Bank υποχωρεί το ίδιο διάστημα κατά 27,50%, η Πειραιώς -23,80%, η Εθνική -18,21% και η Eurobank -16,92%.
Θετικές εκθέσεις DBRS και Moody's
Το απόγευμα της Παρασκευής, ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar δημοσίευσε stress test για τις ευρωπαϊκές τράπεζες με αφορμή την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας SVB, σημειώνοντας για τις ελληνικές τράπεζες ότι είναι σχετικά ασφαλείς από τους κινδύνους που δημιουργούν οι μη αναγνωρισμένες ζημιές από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων.
Σε κάθε περίπτωση, το «ζύγισμα» που έκανε ο οίκος αξιολόγησης είναι αρκετά καθησυχαστικό για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς διαπιστώνεται ότι ακόμα και αν εγγράφονταν όλες οι μη αναγνωρισμένες ζημιές ο δείκτης CET1 θα διαμορφωνόταν στο 11%, δηλαδή πολύ υψηλότερα από το εποπτικό όριο του 8%.
Σε αναβάθμιση των προοπτικών (outlook) του αξιόχρεου της Ελλάδας σε θετικές από σταθερές προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s το βράδυ της Παρασκευής, όμως διατήρησε αμετάβλητο το ίδιο το αξιόχρεο στη βαθμίδα Ba3, τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Σημειώνεται πως ο οίκος Moody’s είναι ο μόνος από τους τέσσερις μεγάλους οίκους που αξιολογεί την Ελλάδα αρκετά χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα και δεν την έχει αναβαθμίσει από τον Νοέμβριο του 2020, την ώρα που οι άλλοι τρεις οίκοι έχουν βαθμολογήσει την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Όμως, η Moody’s προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών προβλέποντας μια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά περίπου 4-6% τα επόμενα χρόνια σε σύγκριση με κάτω από το 2% και συχνά αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης την προηγούμενη δεκαετία. Προβλέπει δηλαδή βελτίωση της αναπτυξιακής δυναμικής, γι’ αυτό και προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών για τη βαθμολογία (outlook), κάτι που σημαίνει ότι είναι πιθανή μια αναβάθμιση μέσα στο επόμενο 12μηνο.
Τι λένε οι αναλυτές
Ο διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance ΑΕΠΕΥ Ηλίας Ζαχαράκης σε χθεσινοβραδινή του έκθεση τονίζει πως «η ελληνική αγορά ακολούθησε (τη διεθνή πτώση) εξ αντανακλάσεως και από θέση ισχύος λόγω των μεγάλων κερδών τους υπόλοιπους με τον τραπεζικό κλάδο να πληρώνει το μάρμαρο. Το θετικό στην αγορά είναι ότι οι ποιοτικές μετοχές ή αυτές που έχουν νέα (καλά αποτελέσματα, μερίσματα κ.λπ.) έχουν πολύ καλύτερη εικόνα στις όποιες διακυμάνσεις της αγοράς και αυτό μας δείχνει ότι έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν.
Οι διορθώσεις πάντα είναι ευκαιρία για τοποθετήσεις ή για αλλαγές στα χαρτοφυλάκια με βάση τα νέα δεδομένα. Οι Ελληνικές τράπεζες σαφώς βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από όποια άλλη τράπεζα σε Ευρώπη και Αμερική. Η απόδοση ακόμα και μετά από την μεγάλη πτώση είναι στο 15% για το 2023».
Αναφορικά με τα τεχνικά δεδομένα, ο κ. Ζαχαράκης τονίζει πως «η αγορά κάνει προσπάθεια να βρει τις ισορροπίες της έχοντας παρόλα αυτά χάσει την επιθετική τάση σε εβδομαδιαίο γράφημα. Αυτό συνήθως μας δείχνει ότι ο χρόνος που θα χρειαστεί για να δει νέα υψηλά μεγαλώνει. Το νέο stop είναι στις 1.079 μονάδες σε ημερήσιο κλείσιμο, ενώ οι 1.045 μονάδες έχουν η γίνει κοντινή αντίσταση.
Πλέον αν ο Γ.Δ. χάσει το επίπεδο των 1.014 μονάδων, μπορεί να δοκιμάσει τις 1.000 ή και τις 987 μονάδες. Η Ελλάδα ακόμα και αν είναι σε διαφορετική φάση από τις υπόλοιπες οικονομίες, αναγκαστικά ακολουθεί τα όποια προβλήματα παρουσιάζονται στο διάβα των υπολοίπων οικονομιών.
Ακόμα και αν οι περισσότεροι ξέρουν ότι ο τραπεζικός κλάδος πλέον δεν έχει τα προβλήματα του παρελθόντος, είναι λογικό να διορθώνει μετά από μεγάλο ράλι το προηγούμενο διάστημα. Άλλωστε έχουμε σχολιάσει πολλές φορές ότι στις πτώσεις θα είμαστε πιο αμυντικοί και στις ανόδους πιο επιθετικοί. Αυτό το δείχνουν ήδη και οι επιμέρους αποδόσεις και συμπεριφορές. Θυμίζουμε ότι το 9 στο Γενικό Δείκτη μας είχε ταλαιπωρήσει πολλά χρόνια και πλέον ακόμα και να το δούμε μπροστά, θα πρέπει να είναι απλά πρόσκαιρο και μόνο ευκαιρία για τοποθετήσεις».
Από την πλευρά του, ο υπεύθυνος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή Μάνος Χατζηδάκης σημειώνει πως «η διαγραμματική εικόνα έχει αλλάξει άρδην αφού πλέον οι μεσοπρόθεσμοι κινητοί μέσοι έχουν διασπαστεί πτωτικά. Για τους αγοραστές το τελευταίο οχυρό πριν την «λευκή πετσέτα» είναι η πλαγιοανοδική γραμμή τάσης (Οκτ. – Δεκ. 2022) στην οποία πλέον εφάπτεται «επικίνδυνα» ο Γενικός Δείκτης και η οποία βρίσκεται στις 1.030 μονάδες.
Στην συνεδρίαση της Πέμπτης υπήρξε και ενδοσυνεδριακή διάσπαση ενώ πλέον μετά την συνεδρίαση της Παρασκευής, η εικόνα δείχνει να έχει επιβαρυνθεί περαιτέρω. Τα δύσκολα για τους αγοραστές είναι ότι βραχυπρόθεσμα οι ταλαντωτές δεν έχουν μπει σε ζώνες υποτιμήσεων, υποδηλώνοντας το ενδεχόμενο μιας άμεσης αντίδρασης, ενώ ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σε τακτική καταγραφή νεότερων ενδοσυνεδριακών χαμηλών. Η προβολή της κίνησης της αγοράς έχει σαν επόμενο σημείο στήριξης τις 1.003 μονάδες, το οποίο αντιστοιχεί με το 61,8% της διόρθωσης από την ανοδική κίνηση των 792 μονάδων μέχρι τα φετινά υψηλά των 1.140 μονάδων».