Σε αναβάθμιση της εκτίμησής της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης στο 0,8%για φέτος έναντι 0,2% προηγουμένως προχωρά η UBS σε νέα έκθεσή της, προβλέποντας παράλληλα ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια έως και τον Μάιο. Προβλέπει, επίσης, ότι θα υπάρξει ήπια ενίσχυση της ανάπτυξης στο 1% για το 2024 και αυτή θα φθάσει στο 1,1% για το επόμενο έτος.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας η οικονομική δραστηριότητα στην ευρωζώνη ήταν καλύτερη από ό,τι είχε εκτιμηθεί στο δ’ τρίμηνο του 2022, καθώς αυξήθηκε κατά 0,1% έναντι των αρχικών προσδοκιών για συρρίκνωση. Υπάρχουν τέσσερις βασικές αιτίες γι’ αυτήν την αντοχή:
- Πρώτον, οι τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου στην ευρωζώνη έχουν μειωθεί κατά 80% από την κορύφωσή τους τον Αύγουστο και βρίσκονται πλέον κάτω από τα επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι μεγάλες επενδύσεις σε εναλλακτικές προμήθειες, η δραματική μείωση της κατανάλωσης και ο ζεστός χειμώνας οδήγησαν στο να παραμείνουν τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου στο ανώτατο όριο των προσδοκιών. Αυτό έχει σημασία όχι μόνο για τις τιμές του προηγούμενου έτους, αλλά και για τις τιμές του τρέχοντος έτους, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται τώρα σε πορεία εξόδου από το χειμώνα με αποθέματα πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι η μελλοντική ζήτηση θα είναι χαμηλότερη και θα πρέπει να καλυφθεί με προσφορά από άλλες χώρες εκτός της Ρωσίας.
- Δεύτερον, η δημοσιονομική στήριξη. Οι κυβερνήσεις σε όλο το μπλοκ έχουν λάβει μέτρα για να προστατεύσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από την εκτίναξη του κόστους των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Λόγω των χαμηλότερων τιμών φυσικού αερίου, ο τελικός λογαριασμός για τις κυβερνήσεις είναι πιθανό να είναι σημαντικά χαμηλότερος από το σύνολο των πακέτων που ανακοινώθηκαν. Παρόλο που αυτό θα αφήσει τους κρατικούς προϋπολογισμούς σε καλύτερη θέση φέτος, οι παρεμβάσεις ήταν και πάλι σημαντικές και πιθανότατα καθησύχασαν τις ανησυχίες. Επιπλέον, οι άμεσες παρεμβάσεις στις τιμές των καυσίμων και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οδήγησαν σε μείωση του πληθωρισμού, ιδίως στη Γαλλία.
- Τρίτον, η τάση για την παραγωγή έχει βελτιωθεί, με τη συνεχιζόμενη άμβλυνση των διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού να επιτρέπει την εκπλήρωση ανεκτέλεστων παραγγελιών.
- Τέλος η επαναλειτουργία στην Κίνα βελτίωσε το κλίμα με τις εταιρείες να αισθάνονται πιο σίγουρες για την εικόνα της ζήτησης.
Οι κινήσεις της ΕΚΤ
Η αντοχή της οικονομίας δεν έχει επηρεάσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία παραμένει σταθερά επικεντρωμένη στον πληθωρισμό. Τους τελευταίους επτά μήνες, η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια σωρευτικά κατά 300 μονάδες βάσης και, σύμφωνα με τη UBS, δεν έχει τελειώσει ακόμη με τον κύκλο αυξήσεων. Κατά τη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Φεβρουαρίου, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έδωσε το μήνυμα ότι την ανακοινωθείσα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης θα ακολουθήσει άλλη μία τον Μάρτιο. Η UBS εκτιμά ότι είναι πιθανή μία ακόμη αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης τον Μάιο, η οποία θα πρέπει να σηματοδοτήσει την κορύφωση του κύκλου
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ επιβραδύνεται και θα πρέπει να συνεχίσει αυτή την πορεία κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Παρ' όλα αυτά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην ΕΚΤ είναι πιθανό να παραμείνουν επικεντρωμένοι σε τυχόν δευτερογενείς επιπτώσεις των πιέσεων των τιμών στην αύξηση των μισθών. Οι μισθολογικές διευθετήσεις στην ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά το τελευταίο έτος εν μέσω μιας στενότερης αγοράς εργασίας που είδε την ανεργία να πέφτει σε ιστορικό χαμηλό. Καθώς η οικονομική δραστηριότητα είναι πιθανό να αποδειχθεί πιο ανθεκτική από ό,τι αρχικά προβλέπονταν, η αγορά εργασίας θα παραμείνει σφιχτή, γεγονός που θα διατηρήσει σε «επιθετική» θέση την ΕΚΤ. Οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι η αύξηση των μισθών επιταχύνεται σε δυσάρεστα επίπεδα μπορεί να ενθαρρύνουν την ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι πιστεύουμε επί του παρόντος.
Ωστόσο, υπάρχει ένα ανώτατο όριο για το πόσο μακριά είναι πιθανό να αυξηθούν τα επιτόκια. Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής χρησιμοποιείται για την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας κυρίως μέσω του καναλιού του δανεισμού. Η απότομη αύξηση των επιτοκίων είναι ήδη αισθητή στα στοιχεία δανεισμού. Η αύξηση των δανείων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έχει επιβραδυνθεί καθώς το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί. Η οικονομία της ευρωζώνης εξαρτάται περισσότερο από τον τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότηση της δραστηριότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπου οι κεφαλαιαγορές χρησιμοποιούνται ευρύτερα. Αυτό σημαίνει ότι το πέρασμα από τη νομισματική πολιτική μπορεί να είναι λίγο πιο αργό στην ευρωζώνη, αλλά έχει αρχίσει -και η πρόσφατη έρευνα για τον τραπεζικό δανεισμό υποδηλώνει ότι αυτή η σύσφιξη θα γίνει αισθητή τους επόμενους μήνες. Έτσι, η επίπτωση από τις αυξήσεις της ΕΚΤ εξακολουθεί να λειτουργεί στην οικονομία, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ουσιαστική αύξηση των επιτοκίων από εδώ και πέρα.
Η προσοχή των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως έχει πλέον στραφεί στη «στροφή» δηλαδή, στο πότε αρχίσουν οι μειώσεις επιτοκίων. Ακριβώς όπως η ΕΚΤ άργησε να μπει στον κύκλο των αυξήσεων, αναμένεται ότι θα είναι από τις τελευταίες από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες που θα αρχίσουν να χαλαρώνουν την πολιτική τους. Προς το παρόν η UBS προβλέπει την πρώτη μείωση των επιτοκίων για το α’ τρίμηνο του 2024, οπότε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου τους. Από εκεί και πέρα, αναμένεται ένας σταθερός ρυθμός μειώσεων (25 μ.β. ανά τρίμηνο), έως ότου τα επιτόκια φθάσουν το 1,5% το 2025.