Κορυφαίες δυτικές επιχειρήσεις αλλά και επιχειρηματίες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας στρέφονται πλέον όχι στις αγορές της Δύσης, αλλά στη Μέση Ανατολή και κυρίως στα τεράστια κρατικά επενδυτικά κεφάλαια των πλούσιων χωρών του Περσικού Κόλπου.
Όπως αναφέρει σε εκτενή ανάλυσή του το Business Week, τα κρατικά επενδυτικά οχήματα χωρών, όπως Σ. Αραβία, Κατάρ και Αμπού Ντάμπι, διαχειρίζονται συνολικά κεφάλαια που φθάνουν στα 3,5 τρισ. δολάρια, δηλαδή ποσό μεγαλύτερο από το βρετανικό ΑΕΠ και ήταν ιδιαίτερα δραστήρια σε εξαγορές, δανεισμό και επενδύσεις το 2022, μία τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος.
Η First Abu Dhabi Bank PJSC της Mubadala Investment Co., ένας από τους μεγαλύτερους δανειστές της Μέσης Ανατολής, εξέτασε, αν και τελικώς δεν προχώρησε σε αυτήν, το ενδεχόμενο να αποκτήσει τη βρετανική Standard Chartered Plc, έναν χρηματοπιστωτικό γίγαντα που αξίζει περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, που ανήκει εν μέρει στο κρατικό ταμείο του βασιλείου, έγινε ο μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse. Ακόμη και ο Σαμ Μπάνκμαν - Φριντ επισκέφθηκε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε μια ύστατη προσπάθεια να εξασφαλίσει κεφάλαια πριν από τη χρεοκοπία του ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων FTX.
Εν τω μεταξύ, ο Ινδός δισεκατομμυριούχος Γκ. Αντάνι -ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ασία- φλερτάρει τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια της Μέσης Ανατολής, καθώς προσπαθεί να συγκεντρώσει περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια για να μειώσει τον δανεισμό του, ενώ φέρεται επίσης να προσεγγίζει κεφάλαια της Μέσης Ανατολής που αναζητούν επενδύσεις στις ενεργειακές επιχειρήσεις του.
Τα κρατικά ταμεία πλούτου (sovereign wealth funds) της περιοχής δαπάνησαν σχεδόν 89 δισεκατομμύρια δολάρια για επενδύσεις το 2022, διπλάσια από το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με την Global SWF. Το μεγαλύτερο ποσό, ύψους 51,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, από αυτό το ποσό κατευθύνθηκε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι επενδυτές του Κόλπου είχαν τη φήμη ότι άρπαζαν περιουσιακά στοιχεία που ήταν αρκετά «λαμπερά», όπως η ποδοσφαιρική ομάδα Manchester City, ακίνητα στο Μανχάταν και το πολυκατάστημα Harrods. Αυτή τη φορά οι διαχειριστές τους ακολουθούν πιο περίπλοκη επενδυτική τακτική, φροντίζοντας να αυξήσουν όχι μόνο την παρουσία αλλά και την πολιτική τους επιρροή σε αρκετές περιοχές του πλανήτη.
Τα εν λόγω ταμεία είδαν τα κεφάλαιά τους να εκτινάσσονται το 2022 χάρη στο ράλι που σημείωσαν οι τιμές πετρελαίου, καθώς εκτιμάται ότι στο ζενίθ της ανόδου των τιμών η Σ. Αραβία είχε έσοδα ένα δισ. δολάρια ημερησίως μόνο από το πετρέλαιο.
Εταιρείες και τράπεζες σε όλο τον κόσμο, που αναζητούν απεγνωσμένα ρευστότητα, στέλνουν ομάδες στελεχών σε πόλεις όπως το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι για να παρουσιάσουν επενδυτικές ιδέες. Βέβαια, εκεί βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες διαφορετικές από ότι αυτές που επικρατούν στη Δύση, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να περιμένουν εβδομάδες ή και μήνες μέχρι να συναντήσουν το «σωστό πρόσωπο».
Ηγετική θέση για τη Σ. Αραβία
Ένα από τα επενδυτικά κεφάλαια που αποτελεί στόχο των διεθνών ομίλων είναι το PIF της Σ. Αραβίας, με επικεφαλής τον Yasir Al-Rumayyan. Ο πρώην τραπεζίτης ήταν ο βασικός συνοδός αξιωματούχος του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ κατά την επίσκεψή του στο Ριάντ τον Δεκέμβριο. Από εκείνη τη σύνοδο κορυφής προέκυψαν επενδυτικές συμφωνίες ύψους περίπου 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα.
Το αφεντικό του Al-Rumayyan, ο πρίγκιπας Mohammed bin Salman ή MBS όπως είναι περισσότερο γνωστός, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη φιγούρα στη Δύση μετά τη δολοφονία του αρθρογράφου της Washington Post, Τζαμάλ Κασόγκι, το 2018. Η επίσκεψη του Σι ήταν το πιο πρόσφατο σημάδι ότι η Μέση Ανατολή αναζητά πολιτικούς και οικονομικούς συμμάχους πέρα από τις ΗΠΑ και η στρατηγική του PIF αρχίζει να αντανακλά την άποψη του πρίγκιπα διαδόχου ότι το μέλλον βρίσκεται στις αναδυόμενες αγορές.
Ο Al-Rumayyan, ο οποίος εκτοξεύτηκε από τη διεύθυνση μιας τοπικής επενδυτικής τράπεζας στην εποπτεία ενός από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα ταμεία πλούτου παγκοσμίως, συμμετέχει τώρα στα διοικητικά συμβούλια διεθνών μεγαθηρίων όπως η Uber Technologies και η Reliance Industries του Mukesh Ambani.
Με στόχο τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων μέχρι το 2025, τα στελέχη της PIF είναι υποχρεωμένα να προμηθεύονται συμφωνίες που ταιριάζουν με τη στρατηγική του MBS για το βασίλειο, η οποία επιδιώκει να καταστήσει τη Σαουδική Αραβία λιγότερο εξαρτημένη από τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και να επεκταθεί σε νέους κλάδους μέσω της PIF και των εξαγορών.
Την ίδια ώρα η επένδυση της Saudi National Bank στην Credit Suisse έχει ως στόχο να βοηθήσει το βασίλειο να επεκτείνει την τεχνογνωσία του στη διαχείριση πλούτου και την επενδυτική τραπεζική, αναπτύσσοντας παράλληλα τον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Οι επενδύσεις του PIF σε ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Aston Martin Lagonda Global Holdings και η McLaren Group ταιριάζουν με τα σχέδια να καταστεί η χώρα κόμβος παραγωγής, ενώ οι συμμετοχές σε ξενοδοχειακές αλυσίδες όπως η Aman Group συμπληρώνουν τη φιλοδοξία της να γίνει μία από τις πιο επισκέψιμες χώρες του κόσμου έως το 2030.
Το ταμείο συμμετείχε επίσης σε κοινοπραξία ιδιωτικών κεφαλαίων που απέκτησε μερίδιο στη Vantage Towers της Vodafone, καθιστώντας το επενδυτή σε βασικές ευρωπαϊκές υποδομές. Το PIF έχει δεσμευτεί να επενδύσει πάνω από 200 δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία της Σαουδικής Αραβίας έως το 2025, ένας φιλόδοξος στόχος που έχει θέσει ο πρίγκιπας διάδοχος και ο οποίος απαιτεί από το ταμείο να δαπανά κατά μέσο όρο 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Κατά καιρούς, η πίεση για την αξιοποίηση των μετρητών μπορεί να προσκρούει στον ρόλο του ταμείου στην ανάπτυξη της σαουδαραβικής οικονομίας. Σε τουλάχιστον μία περίπτωση ο πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου αντιτάχθηκε σε μια επένδυση που θεωρούσε ότι δεν προσέθετε αξία στη χώρα και θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από άλλους επενδυτές. Ομοίως, η PIF ήταν απρόθυμη να επενδύσει σε στούντιο του Χόλιγουντ, παρόλο που την προσέγγισαν αρκετά, λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τις υπηρεσίες streaming.
Ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν γίνει πιο προσεκτικές όσον αφορά τις εμπορικές τους σχέσεις με την Κίνα, δίνοντας στη Μέση Ανατολή περισσότερες ευκαιρίες.
Μετά την επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Κατάρ τον Σεπτέμβριο, το κρατικό ταμείο QIA έγινε ένας κρίσιμος υποστηρικτής της γερμανικής ενεργειακής εταιρείας RWE με μια επένδυση ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εκπρόσωπος του ταμείου δήλωσε ότι η στρατηγική του επικεντρώνεται στη μακροπρόθεσμη αξία σε διάφορους τομείς, όπως «βιομηχανίες που υποστηρίζονται από την τεχνολογία, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενέργεια χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και υγειονομική περίθαλψη».