Με μια σπάνια στα διεθνή χρονικά μείωση αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα κλείνει το 2019, καθώς τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ δείχνουν οτι η απόδοση του 5ετους ομολόγου φέτος έχει μειωθεί περισσότερο από 3% και του δεκαετους κατά 2,48%.
Μετά τους Financial Times και το πρακτορείο Reuters στρέφει το ενδιαφέρον του στα ελληνικά ομόλογα και σημειώνει πως η απόδοση των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου μειώθηκε κατά σχεδόν 290 μονάδες βάσης (2,9 ποσοστιαίες μονάδες) φέτος, ενώ η απόδοση των αντίστοιχων ιταλικών τίτλων υποχώρησε 137 μονάδες βάσης και αυτή των γερμανικών, ολλανδικών και γαλλικών αναμένεται να μειωθεί κατά 45 έως 60 μονάδες βάσης.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου αυξήθηκε σήμερα στο -0,20% που είναι το υψηλότερο επίπεδό της από τις αρχές του Ιουνίου, λόγω της αισιοδοξίας για τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και την παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ οι αποδόσεις των περισσότερων 10ετών ομολόγων της Ευρωζώνης ήταν κατά 4-5 μονάδες βάσης υψηλότερες, με τις κινήσεις να διογκώνονται από τις χαμηλές, λόγω των διακοπών, συναλλαγές.
Οι αποδόσεις των ομολόγων, που κινούνται αντίθετα από τις τιμές τους, αυξάνονται από τον Σεπτέμβριο, καθώς μειώθηκαν οι ανησυχίες σχετικά με τις εντάσεις στο εμπόριο ΗΠΑ-Κίνας και το Brexit, ενώ τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ίσως έχουν περάσει τα χειρότερα για την παγκόσμια οικονομία.
Οι αναλυτές λένε ότι οι αγορές ομολόγων είναι απίθανο να δουν την ίδια μεγάλη πτώση των αποδόσεων το 2020, όπως και το 2019, όταν οι εμπορικές εντάσεις, οι φόβοι για ύφεση και η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών ενίσχυσαν τη ζήτηση για τίτλους σταθερού εισοδήματος.
Το spread των ελληνικών ομολόγων έχει καταγράψει μεγάλη πτώση μέσα στο 2019 καθώς το 5ετες έχει μειωθεί κατά 257 μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού ενώ το 10ετες έχει καταγράψει πτώση 251 μονάδων βάσης.
Από την πλευρά του ο ΟΔΔΗΧ το 2020 θα υποδεχθεί από κυρίαρχη θέση έναντι των επενδυτών της αγοράς ομολόγων, καθώς το Δημόσιο έχει μικρές χρηματοδοτικές ανάγκες, γεγονός που δίνει στον ΟΔΔΗΧ την άνεση να απευθυνθεί στην αγορά για την άντληση σχετικά μικρών ποσών, ώστε να συνεχισθεί η συμπίεση του κόστους χρηματοδότησης.