Μπορεί η ελληνική οικονομία να μην έχει μεγαλύτερη έκθεση από άλλες ευρωπαϊκές στη Ρωσία και την Ουκρανία, όμως ο πόλεμος που ξέσπασε στις 24 Φεβρουαρίου έπληξε πολύ περισσότερο το Χρηματιστήριο Αθηνών σε σχέση με τα ευρωπαϊκά και έφερε τον Γενικό Δείκτη αρκετά πίσω από τον ευρωπαϊκό Stoxx 600, όσον αφορά την κίνησή του από την ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία μέχρι το κλείσιμο αυτής της Παρασκευής.
Σημειώνοντας άνοδο κατά 0,91% την Παρασκευή, ο Stoxx 600 κάλυψε όλες τις απώλειες που είχε καταγράψει σε σχέση με το κλείσιμο της 23ης Φεβρουαρίου και πλέον σημειώνει οριακή άνοδο (0,14%). Ο Γενικός Δείκτης στο ΧΑ, που είχε αρχίσει τη χρονιά με σαφή διάθεση να ξεπεράσει τις επιδόσεις της Ευρώπης, έκλεισε την Παρασκευή με οριακή άνοδο κατά 0,09%, στις 862,86 μονάδες και παραμένει σε αρκετά μεγάλη απόσταση, 9,10%, από το... προπολεμικό κλείσιμο των 949,22 μονάδων.
Η υστέρηση του ελληνικού χρηματιστηρίου, που παραμένει μια ρηχή, αναδυόμενη αγορά και επηρεάζεται εντονότερα από διεθνείς κρίσεις σε σχέση με τις ώριμες αγορές της Ευρώπης, φαίνεται ότι συνδέεται με τις πρώτες εκτιμήσεις που κάνουν οι επενδυτές για την επίδραση της αλλαγής του μακροοικονομικού σεναρίου λόγω της ουκρανικής κρίσης.
Η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης φέτος, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, όπως και η έξαρση του πληθωρισμού περισσότερο από το αρχικά προβλεπόμενο είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν πίεση στην εταιρική κερδοφορία, λόγω μικρότερων των αναμενόμενων εσόδων και μεγαλύτερης αύξησης του κόστους παραγωγής. Προς το παρόν δεν έχουν γίνει νεότερες εκτιμήσεις από την Κομισιόν και την κυβέρνηση για τον ρυθμό ανάπτυξης και τον πληθωρισμό. Ο γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, σε μια αρχική αποτίμηση των επιπτώσεων του πολέμου, έχει εκτιμήσει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι μισός από τον αρχικά προβλεπόμενο (2,5% αντί 5%) και ο μέσος πληθωρισμός διπλάσιος (κοντά στο 4%).
Η μακροοικονομική αβεβαιότητα φαίνεται ήδη ότι δυσκολεύει και την προσπάθεια της χώρας να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Ο οίκος Moody's είχε προγραμματίσει ανακοινώσεις για την Ελλάδα την Παρασκευή αλλά τις ανέβαλε, προφανώς επειδή είναι δύσκολη η αξιολόγηση των επιπτώσεων της κρίσης στη χώρα, σε αυτή τη φάση. Ο καναδικός οίκος DBRS αναβάθμισε την Ελλάδα ένα «σκαλοπάτι» χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, την Παρασκευή, αλλά κατέβασε από θετική σε σταθερή την προοπτική της αξιολόγησης, κάτι που σημαίνει ότι για το επόμενο 12μηνο δύσκολα θα δούμε νέα αναβάθμιση.
Δύο ήταν οι σημαντικότεροι «ιμάντες» μετάδοσης των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία στο ελληνικό χρηματιστήριο: οι τραπεζικές μετοχές, που «πληρώνουν» περισσότερο από άλλους κλάδους την αλλαγή προς το χειρότερο του μακροοικονομικού σεναρίου και η Coca Cola HBC, που υφίσταται τις σοβαρότερες απώλειες λόγω έκθεσης σε Ρωσία και Ουκρανία, ενώ η μετοχή της έχει και δυσανάλογα μεγάλη συμμετοχή στους βασικούς δείκτες του ΧΑ.
- Η αρχική αντίδραση των επενδυτών στο ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ήταν να ρευστοποιήσουν μαζικά τραπεζικές μετοχές, καθώς μάλιστα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαν κάνει εντυπωσιακό ράλι από την αρχή του έτους. Στις 8 Μαρτίου, στο χαμηλότερο σημείο μετά τις 23 Φεβρουαρίου, ο τραπεζικός δείκτης έφθασε να χάνει περισσότερο από 28%. Έκτοτε, όμως, έχει κερδίσει σχεδόν 20% έχει περιορίσει τις απώλειες από την έναρξη του πολέμου στο 14,49%. Από τα χαμηλά της 8ης Μαρτίου, η Eurobank έχει κερδίσει 32,22%, η Πειραιώς 19,83%, η Εθνική 14,66% και η Alpha Bank 10,52%. Η δημοσίευση πολύ ικανοποιητικών αποτελεσμάτων για το 2021 από όλες τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τις διαβεβαιώσεις από τις διοικήσεις ότι δεν θα υπάρξει ανατροπή στις προβλέψεις τους για το 2022 και στα μεσοπρόθεσμα επιχειρησιακά τους σχέδια, έχουν περιορίσει τις αρχικές ανησυχίες για την επίδραση της κρίσης στο τραπεζικό σύστημα, καθώς μάλιστα δεν έχουν αξιοσημείωτη άμεση έκθεση στις αγορές της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Επιπλέον, ο πόλεμος δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων (η απόδοση του 10ετούς παραμένει στο επίπεδο του 2,6%), γεγονός που σηματοδοτεί γενικότερα τη σταθερότητα στο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον της χώρας σε αυτή τη νέα κρίση και λειτουργεί ευνοϊκά για τις τράπεζες.
- Η μετοχή της Coca Cola HBC αποδείχθηκε σε αυτή την κρίση μεγάλο «βαρίδι» για το ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς εξαρχής έκλεισε η μονάδα της στην Ουκρανία για λόγους ασφάλειας, ενώ, λίγες ημέρες αργότερα, η αμερικανική Coca Cola Company ανακοίνωσε την αναστολή των δραστηριοτήτων στη Ρωσία, όπου την ευθύνη για την εμφιάλωση και διανομή των αναψυκτικών έχει η Coca Cola HBC. Οι απώλειες της μετοχής της Coca Cola HBC ξεπέρασαν και το ένα τρίτο της κεφαλαιοποίησης μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ενώ με βάση το κλείσιμο της Παρασκευής παρέμεναν εξαιρετικά υψηλές, ξεπερνώντας το 25%, παρά το γεγονός ότι έχει αντιδράσει με μια άνοδο της τάξεως του 10% από τα χαμηλά στις 8 Μαρτίου. Η μετοχή φαίνεται ότι θα εξακολουθήσει να αποτελεί «βαρίδι» για το χρηματιστήριο, δίνοντας μια νέα διάσταση στο γνωστό "Coca Cola effect", όπου οι μεταβολές της τιμής της επηρεάζουν έντονα τους δείκτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Eurobank Equities υποβάθμισε σοβαρά την τιμή στόχο για τη μετοχή από τα 31,40 στα 19 ευρώ, προβλέποντας ότι ο όγκος πωλήσεων φέτος θα μειωθεί κατά 10% και τα EBITDA κατά 20%, ενώ οι αγορές Ρωσίας και Ουκρανίας δεν θα επιστρέψουν για την εταιρεία στα επίπεδα που βρίσκονταν προ της εισβολής πριν από το 2028.
Οι προοπτικές και οι «αστερίσκοι»
Αναλυτές επισημαίνουν, πάντως, ότι οι ανακοινώσεις αποτελεσμάτων έως τώρα από τράπεζες και μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες δείχνουν ότι ίσως υπήρξε υπερβολή εκ μέρους των επενδυτών στην τιμολόγηση κινδύνων και επιπτώσεων από την κρίση στην Ουκρανία. Ωστόσο, η αβεβαιότητα παραμένει και δεν πρέπει να αποκλείονται καθοδικές αναθεωρήσεις προβλέψεων για την κερδοφορία, εάν παραταθεί ο πόλεμος.
Όπως σημειώνει ο Μάνος Χατζηδάκης, επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή,
- «Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων χρήσης και οι τηλεδιασκέψεις των ελληνικών τραπεζών και σημαντικών βιομηχανικών εταιριών δημιούργησαν επιμέρους ενδιαφέρον στην Αγορά αλλάζοντας μερικώς την ατζέντα των νέων από το γεωπολιτικό περιεχόμενο.
- Οι τράπεζες έδειξαν σημαντική πρόοδο στην μείωση των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων κατεβάζοντας τον σχετικό δείκτη για τα εγχώρια χαρτοφυλάκια δανείων τους στο 10,8%, δίνοντας παράλληλα υποσχέσεις αυξημένης κερδοφορίας (απόδοση άνω του 6% των ιδίων κεφαλαίων τους) από οργανική δραστηριότητα ενώ οι διοικήσεις άρχισαν να αναφέρονται στην πιθανότητα διανομής μερισμάτων στο ορατό μέλλον.
- Σε ότι αφορά τις βιομηχανικές εταιρίες η εστίαση επικεντρώθηκε στο κόστος πωληθέντων και την επιβάρυνση των αποτελεσμάτων από την αύξηση των τιμών στην ενέργεια. Κοινή συνισταμένη των ανακοινώσεων των αποτελεσμάτων την εβδομάδα που πέρασε είναι η μηδενική έως πολύ περιορισμένη άμεση επίπτωση της κρίσης του πολέμου της Ουκρανίας στα μεγέθη των εταιριών βγάζοντας από την εικόνα των αποτιμήσεων κινδύνους που πιθανόν είχαν προτιμολογηθεί.
- Η προοπτική για την φετινή χρονιά δεν είναι ωστόσο το ίδιο αισιόδοξη και οι αστερίσκοι των προβλέψεων για ενδεχόμενες καθοδικές αναθεωρήσεις λόγω της πιθανής παράτασης της διάρκειας των τάσεων που παρατηρούνται στο κόστος πωληθέντων μετρίασαν τον -σε γενικές γραμμές- θετικό τόνο της υποδοχής των δημοσιευμένων μεγεθών του 2021».