Βρίσκουν ξανά τον βηματισμό τους οι αμερικανικοί δείκτες, μετά την πρόσκαιρη, όπως αποδεικνύεται, αναστάτωση που προκάλεσε η υπόθεση της κινεζικής Evergrande, ενώ και οι αποψινές ανακοινώσεις της Fed για αυστηρότερη νομισματική πολιτική από τον Νοέμβριο είχαν προεξοφληθεί από την αγορά και δεν εμπόδισαν τους δείκτες να κλείσουν με ισχυρή άνοδο.
Ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε με άνοδο 1%, ο S&P 500 κέρδισε 0,93%, ενώ και ο Nasdaq ενισχύθηκε σημαντικά, κατά 1,02%.
Οι αποφάσεις των τραπεζιτών, μετά τη διήμερη συνεδρίασή τους, επιβεβαίωσαν ότι η Fed κινείται στην κατεύθυνση μιας αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής, χωρίς όμως να προχωρά σε πρωτοβουλίες που θα προκαλούσαν δυσάρεστη έκπληξη στην αγορά.
Όπως έγραψε νωρίτερα το Business Daily, αυστηρότερη νομισματική πολιτική θα ακολουθήσει σύντομα η Fed. Οι αγορές ομολόγων που γίνονται ως τώρα με ρυθμό 120 δισ. δολ. τον μήνα, θα αρχίσουν να μειώνονται από τον Νοέμβριο, με την προοπτική να σταματήσουν στα μέσα του 2022, ενώ η επόμενη αύξηση των επιτοκίων, που αναμενόταν ως τα μέσα του 2023, ενδέχεται να έλθει μέσα στον επόμενο χρόνο.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ δήλωσε ότι η κεντρική τράπεζα ενδέχεται να αρχίσει να μειώνει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων από τον Νοέμβριο και να ολοκληρώσει τη διαδικασία μέχρι τα μέσα του 2022. Μεγαλύτερος αριθμός αξιωματούχων της Fed τάσσονται, εξάλλου, υπέρ της αύξησης των επιτοκίων το επόμενο έτος.
Ο Πάουελ, εξηγώντας τα πρώτα βήματα της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ προς την απόσυρση της έκτακτης στήριξης της οικονομίας για την πανδημία, δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι η μείωση των αγορών ομολόγων «θα μπορούσε να έλθει στην επόμενη συνάντηση» της διοίκησης της Fed.
Πάντως, ο Πάουλ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να καθυστερήσει η αύξηση επιτοκίων, υπογραμμίζοντας ότι η αύξηση δεν θα αποφασιστεί κατ’ ανάγκη αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η σταδιακή μείωση των αγορών ομολόγων. «Ο χρόνος και ο ρυθμός της επερχόμενης μείωσης των αγορών τίτλων δεν πρόκειται να αποτελέσει άμεσο μήνυμα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της αύξησης των επιτοκίων», ανέφερε μετά την ολοκλήρωση της διήμερης συνεδρίασης της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς.
Εκτός από τη σηματοδότηση μιας μείωσης στις αγορές τίτλων, δημοσιεύθηκαν τριμηνιαίες προβλέψεις από τους κεντρικούς τραπεζίτες, που έδειξαν ότι πλέον ο αριθμός των αξιωματούχων που υποστηρίζουν την αύξηση των επιτοκίων τον επόμενο χρόνο είναι ίσος με τον αριθμό των τραπεζιτών που θέλουν αύξηση από το 2023. Στην προηγούμενη αντίστοιχη πρόβλεψη, κατά μέσο όρο οι τραπεζίτες ήθελαν η αύξηση επιτοκίων να έλθει όχι νωρίτερα από τα μέσα του 2023.
Στη σημερινή συνεδρίαση, οι κυκλικοί κλάδοι, οι οποίοι επηρεάζονται άμεσα από την πορεία της οικονομίας, είχαν τον πρώτο λόγο. Η ενέργεια κέρδισε περισσότερο από 3%, καθώς υποστηρίχθηκε από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου μετά από στοιχεία που δείχνουν ότι τα αποθέματα αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 4,7 εκατομμύρια βαρέλια την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ οι εκτιμήσεις των αναλυτών έκαναν λόγο για 2,4 εκατ. βαρέλια.
Οι τιμές του πετρελαίου υποστηρίζονται και από την είδηση ότι οι χώρες του ΟΠΕΚ, Νιγηρία και Αγκόλα και το Καζακστάν, μέλος του ΟΠΕΚ+, αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες δυσκολίες στην επέκταση της παραγωγής τους λόγω έλλειψης επενδύσεων, όπως ανέφερε η Commerzbank σε σημείωμά της.
Ώθηση στις κυκλικές μετοχές έδωσε και η αποκλιμάκωση της κρίσης της κινεζικής Evergrande, που ανακοίνωσε ότι συμφώνησε να διευθετήσει τις πληρωμές τόκων για ένα εγχώριο ομόλογο. Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα της Κίνας πρόσφερε και άλλη ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στο χώρο των σημαντικών τεχνολογικών μετοχών, αξιοσημείωτη ήταν η πτώση κατά 4% της Facebook, που προειδοποίησε ότι η υπηρεσία παρακολούθησης διαφημίσεων της Apple θα επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη του κολοσσού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Σε ό,τι αφορά τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων, η Adobe κινήθηκε καλύτερα από τις προβλέψεις, αλλά η μετοχή επηρεάστηκε αρνητικά από τις εκτιμήσεις της τεχνολογικής εταιρείας για μελλοντικές απώλειες εσόδων. Η FedEx βυθίστηκε κατά 9%, αφού ανακοίνωσε κέρδη γ' τριμήνου χαμηλότερα από τις προβλέψεις, μειώνοντας, παράλληλα, τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ολόκληρης της χρήσης.