Συνεχίζεται χωρίς φρένα η «κατηφόρα» του Bitcoin σήμερα, καθώς έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο περίπου έξι μηνών, με φόντο τα αυστηρά πρόσθετα μέτρα που αναμένεται να επιβληθούν από την Κίνα για τη ρύθμιση της αγοράς των κρυπτονομισμάτων. Λίγο μετά τις 16:00 το Bitcoin καταγράφει πτώση 7,78% στα 29.992 δολάρια, συμπαρασύροντας σε «βουτιά» και τα υπόλοιπα κρυπτονομίσματα.
Χθες, η κεντρική τράπεζα της Κίνας ανακοίνωσε ότι κάλεσε ορισμένες τράπεζες και εταιρείες πληρωμών, συμπεριλαμβανομένης της Airplay να κρατήσουν πιο αυστηρή στάση απέναντι στις συναλλαγές κρυπτονομισμάτων. Η Alipay επιβεβαίωσε ότι θα δημιουργήσει ένα σύστημα «παρακολούθησης» που θα εστιάζει σε ιστότοπους και λογαριασμούς, οι οποίοι εμπλέκονται σε συναλλαγές με το ψηφιακό νόμισμα. Μάλιστα αυτοί θα μπαίνουν και σε «μαύρη» λίστα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια των συναλλαγών.
Η Αγροτική Τράπεζα της Κίνας (AgBank) ανακοίνωσε ότι θα διεξάγει έρευνα σε πελάτες σχετικά με παράνομες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη διαδικασία εξόρυξης κρυπτονομισμάτων και συναλλαγές.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι εάν το bitcoin υποχωρήσει από το ορόσημο των 30.000 δολαρίων τότε θα ακολουθήσει «ξεπούλημα» σε όλη την αγορά κρυπτονομισμάτων, αν και προσθέτουν ότι θα είναι παροδικό και διάρκειας μερικών εβδομάδων πριν σημειωθεί, εκ νέου, ανάκαμψή του στο επίπεδο των 40.000 δολαρίων.
Ορισμένοι αναλυτές υποστήριξαν ότι η πτώση κάτω από τα 30.000 δολάρια θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω απώλειες το Bitcoin και άλλα κρυπτονομίσματα. «Αν πέσει κάτω από αυτό το όριο, να περιμένετε μια αιμορραγία», δήλωσε ο Νέιλ Γούιλσον, αναλυτής της αγοράς στο market.com. Ο Τζέφρει Χάλει, αναλυτής αγοράς στην OANDA συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση, αναφέροντας: «Η αποτυχία των 30.000 δολαρίων θα ανοίξει τον δρόμο ακόμα και για το επίπεδο των 20.000 ».
Το Bitcoin δέχθηκε επίθεση πρόσφατα από τον περιορισμό χρήσης των κρυπτονομισμάτων στην Κίνα και τις ανησυχίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των υπολογιστών που καταναλώνουν ενέργεια κατά την «παραγωγή» του. Το ψηφιακό νόμισμα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ από το ρεκόρ των 65.000 δολαρίων στα μέσα Απριλίου, αν και σε ετήσια βάση εξακολουθεί να σημειώνει άνοδο 200%.
Η προειδοποίηση της Επιτροπής της Βασιλείας
Αντιμέτωπες με μεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα βρεθούν όσες τράπεζες αποφασίσουν να τοποθετηθούν στο bitcoin και άλλα κρυπτονομίσματα, σύμφωνα τις προθέσεις της Επιτροπής της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών (The Basel Committee on Banking Supervision).
Σε έκθεσή της η Επιτροπή τονίζει ότι ο τραπεζικός κλάδος αντιμετωπίζει αυξημένους κινδύνους από τα κρυπτονομίσματα λόγω της πιθανότητας χρήσης τους στο ξέπλυμα χρήματος, του ότι είναι «ευάλωτα» σε φήμες αλλά και στην έντονη μεταβλητότητα που τα χαρακτηρίζει, χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν αθετήσεις πληρωμών.
Προκειμένου να αποφευχθεί το παραπάνω ενδεχόμενο η Επιτροπή προτείνει πρόσθετη χρέωση 1.250% στην έκθεση των τραπεζών στα κρυπτονομίσματα. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια τράπεζα μπορεί να χρειαστεί να διατηρήσει ένα δολάριο σε κεφάλαιο για κάθε δολάριο αξίας bitcoin. Άλλα περιουσιακά στοιχεία με αυτήν την υψηλή στάθμιση κινδύνου περιλαμβάνουν τιτλοποιημένα προϊόντα όπου οι τράπεζες δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα υποκείμενα ανοίγματα.
«Η ανάπτυξη κρυπτονομισμάτων και συναφών υπηρεσιών μπορεί να εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και να αυξήσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες», ανέφερε στην έκθεση της η Επιτροπή της Βασιλείας, στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και προσθέτει ότι «το κεφάλαιο θα είναι αρκετό για να απορροφήσει την πλήρη διαγραφή των ανοιγμάτων των τραπεζών σε κρυπτονομίσματα, χωρίς να εκθέσει τους καταθέτες και άλλους ανώτερους πιστωτές τους σε ζημιές».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για πρόταση ανοιχτή σε δημόσια διαβούλευση, με την Επιτροπή να τονίζει ότι οι κανόνες μπορούν να αλλάξουν όσο εξελίσσεται η αγορά κρυπτονομισμάτων. Αποτέλεσμα είναι να μην έχει καθοριστεί κάποιο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής αυτής της πρότασης, ενώ αρκετά συχνά οι κανόνες που προτείνει η Επιτροπή χρειάζονται ακόμη και χρόνια προκειμένου να τεθούν σε ισχύ.