Μπορεί οι μέτοχοι των τραπεζών να έχουν περισσότερο από μια δεκαετία να εισπράξουν μέρισμα, καθώς από το 2010 και μετά ο τραπεζικός κλάδος συμπαρασύρθηκε από την κρίση παρουσιάζοντας ζημιές πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, ωστόσο στην εικόνα αυτή υπάρχει μια μεγάλη εξαίρεση: η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Οι ιδιώτες μέτοχοι της ΤτΕ όχι απλά διασώθηκαν από την καταστροφή (οι μέτοχοι των τραπεζών είδαν δυο φορές τις επενδύσεις τους να μηδενίζονται λόγω των ανακεφαλαιοποιήσεων) αλλά είχαν την τύχη να απολαμβάνουν κάθε χρόνο μια ιδιαίτερα υψηλή μερισματική απόδοση. Για τις χρήσεις από το 2010 έως το 2020 κυμάνθηκε από 5,65% έως 3,19% ενώ η μέση ετήσια μερισματική απόδοση διαμορφώθηκε στο 4,48%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν είχε επενδύσει κάποιος το 2011, 5.000 ευρώ για την αγορά μετοχών συστημικής τράπεζας σήμερα έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων του, ενώ αν είχε επενδύσει το ποσό για την αγορά μετοχών της Τράπεζας της Ελλάδος θα αποκτούσε περίπου 400 μετοχές (με τιμή αγοράς 12,6 ευρώ) οι οποίες σήμερα, με τρέχουσα τιμή μετοχής τα 15,58 ευρώ, έχουν αξία 6.200 ευρώ. Παράλληλα όμως για τις χρήσεις 2011 – 2020 έχει εισπράξει από μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου 5,8 ευρώ ανά μετοχή, δηλαδή συνολικά 2.300 ευρώ.
Ωστόσο πίσω από τη μαγική αυτή εικόνα για την μετοχή της ΤτΕ υπάρχει μια μεγάλη «χρηματιστηριακή αδυναμία» σε σχέση με τις άλλες μετοχές: η περιορισμένη εμπορευσιμότητα και η πολύ μικρή συναλλακτική δραστηριότητα της μετοχής της ΤτΕ αποτρέπει τους περισσότερους να ασχοληθούν με τη μετοχή της. Με συναλλαγές λίγων χιλιάδων μετοχών καθημερινά, με αξία συναλλαγών που κυμαίνεται κάτω των 100 εκατ. ευρώ, υπάρχουν δυσκολίες τόσο για την δημιουργία μιας επενδυτικής θέσης στη μετοχή όσο και για την ρευστοποίησή της. Είναι χαρακτηριστικό οτι κατά την συνεδρίαση της περασμένης Παρασκευής 14.05 άλλαξαν χέρια 4.344 μετοχές της ΤτΕ αξίας 67 εκατ. ευρώ, όταν την ίδια ημέρα άλλαξαν χέρια 22 εκατ. μετοχές της Alpha Bank αξίας 29 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα η αξία συναλλαγών της Eurobank ανήλθε σε 8,3 εκατ,, της Τρ. Πειραιώς σε 10 εκατ. και της Εθνικής Τράπεζας στα 4,3 εκατ. ευρώ.
Χαρακτηριστικό της αντίθετης πορείας τραπεζών – ΤτΕ είναι ότι στην περίοδο 2010-2015 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν ζημιές, λόγω PSI και «κόκκινων» δανείων, συνολικού ύψους άνω των 70 δισ. ευρώ, ζημιές που δεν έχουν προηγούμενο στον κλάδο, και οι οποίες υποχρέωσαν το τραπεζικό σύστημα σε τρεις μεγάλες ανακεφαλαιοποιήσεις οι δυο από αυτές, το 2013 και 2015, οδήγησαν σε πλήρη απομείωση των παλαιών μετόχων, δηλαδή η αξία της επένδυσης των μετόχων στις τράπεζες σχεδόν μηδενίστηκε. Στις ανακεφαλαιοποιήσεις αυτές οι τράπεζες ενισχύθηκαν με κεφάλαια ύψους 51,7 δις. ευρώ εκ των οποίων τα 32 δις. (62% του συνόλου) προήλθαν από το ΤΧΣ και τα 19,7 δις. (38%) από ιδιώτες επενδυτές.
Στην ίδια περίοδο η Τράπεζα της Ελλάδος επέτυχε κέρδη άνω των 5 δις. ευρώ μεγάλο μέρος των οποίων ωστόσο ήταν αποτέλεσμα των ειδικών συνθηκών που επικράτησαν στην ελληνική οικονομία λόγω της κρίσης και της εκτεταμένης χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, μέσω του ειδικού μηχανισμού ρευστότητας ELA, κέρδη που κατέληξαν στα ταμεία του Ελληνικού Δημοσίου.
Σύμφωνα με το Καταστατικό της ΤτΕ το δημόσιο κατέχει προνομιακή θέση στη διανομή των κερδών της ΤτΕ ενώ μικρό μόνο μέρος διοχετεύεται στους ιδιώτες μετόχους. Έτσι το Δημόσιο, χωρίς τα εκπροσωπούμενα από αυτό νομικά πρόσωπα τα οποία στο ζήτημα της διανομής κερδών αντιμετωπίζονται ως ιδιώτες, λαμβάνει συνολικά από τα κέρδη της ΤτΕ, ανεξάρτητα από το ποσοστό με το οποίο συμμετέχει στο μετοχικό της κεφάλαιο, ποσοστό που κυμαίνεται περί τα 4/5 των κερδών.
Έτος | Μέρισμα | Τιμή Μετοχής* | Μερισμ. Απόδοση % |
2010 | 1.976 | 35 | 5.65% |
2011 | 0.67 | 12.6 | 5.32% |
2012 | 0.5376 | 13 | 4.14% |
2013 | 0.49728 | 15.3 | 3.25% |
2014 | 0.49728 | 9.3 | 5.35% |
2015 | 0.47212 | 9 | 5.25% |
2016 | 0.47212 | 10.6 | 4.45% |
2017 | 0.47212 | 14.8 | 3.19% |
2018 | 0.47212 | 12.25 | 3.85% |
2019 | 0.672 | 14.8 | 4.54% |
2020 | 0.672 | 15.8 | 4.25% |
Επιστροφή Κεφαλαίου** | 0.36959 |
*Τιμή 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, ** Πραγματοποιήθηκε κατά τη χρήση του 2014 και 2018
Ένα πολύ ξεχωριστό τραπεζικό ίδρυμα
Αυτή η αντίθετη πορεία ΤτΕ – τραπεζών οφείλεται στην πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία και ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος. Δεν πρόκειται για τράπεζα αλλά για έναν πανίσχυρο θεσμό με κρίσιμό ρόλο στην εθνική οικονομία τόσο πριν την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ όσο και σήμερα ως μέλος του ευρωσυστήματος.
Σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος λειτουργεί ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών τόσο κατά την επιδίωξη του πρωταρχικού της σκοπού όσο και, ως προς σειρά βασικών αρμοδιοτήτων της, ενεργώντας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε ότι αφορά τις εθνικές εξουσίες η ΤτΕ διατηρεί την εποπτεία των μη συστημικών τραπεζών καθώς και των ασφαλιστικών εταιριών. Επιπρόσθετα, η ΤτΕ έχει την ευθύνη για την λειτουργία των συστημάτων πληρωμής (target) και του συστήματος άυλων τίτλων, διαχειρίζεται τα (περιορισμένα μετά την είσοδο στην ευρωζώνη) συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας ενώ ασκεί επίσης χρέη ταμία και εντελοδόχου του δημοσίου. Επίσης η συλλέγει και επεξεργάζεται διάφορα στατιστικά στοιχεία.
Η ίδρυση της ΤτΕ
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το εξασθενημένο κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο, πέραν της κακής οικονομικής του κατάστασης, με τις τεράστιες ανάγκες για την περίθαλψη, τη σίτιση, την αποκατάσταση και την αφομοίωση των προσφύγων, ενός πληθυσμού 1.250.000 ατόμων.
Η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε να λάβει ένα νέο δάνειο, το αποκαλούμενο «προσφυγικό», για την παροχή του οποίου οι δανειστές της χώρας, οι Άγγλοι, απαίτησαν την συνολική εξέταση της κατάστασης της χώρας και έθεσαν ως προϋποθέσεις για την χορήγηση του «προσφυγικού» δανείου την εξυγίανση του προϋπολογισμού, την σταθεροποίηση του νομίσματος και την μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος.
Μεταξύ άλλων το υπόμνημα της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, υπογράμμιζε το ασυμβίβαστο της Εθνικής Τράπεζας που αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους δανειστές του δημοσίου και να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως εκδοτική τράπεζα.
Εκεί βρίσκονται οι ρίζες της ΤτΕ καθώς για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ κράτους και της τότε εκδοτικής τράπεζας αποφασίστηκε η δημιουργία μιας νέας τράπεζας που θα λειτουργούσε ως αμιγώς κεντρική εκδοτική τράπεζα και η οποία θα διατηρούσε σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας από την εκάστοτε κυβέρνηση. Παρά τις έντονες αντιδράσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας, τελικά το εκδοτικό προνόμιο αφαιρέθηκε από την ΕΤΕ.
Έτσι στις 15 Σεπτεμβρίου 1927 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης με το οποίο η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για σειρά ενεργειών και δράσεων με στόχο την δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και εν γένει οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Σε ότι αφορά την τραπεζική μεταρρύθμιση το Πρωτόκολλο προέβλεπε την παραίτηση της Εθνικής Τράπεζας από το εκδοτικό προνόμιο και την δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος ως κεντρικής εκδοτικής τράπεζας, που θα ήταν ανεξάρτητη από τις ορέξεις της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε τη λειτουργία της τον Μάιο του 1928 και ήταν μικτής μορφής, ούτε καθαρά κρατική, ούτε ιδιωτική. Στόχος ήταν να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της νέας τράπεζας από τις κυβερνητικές επιδιώξεις ώστε να μπορεί να ασκεί αποτελεσματικότερα νομισματική πολιτική.
Μια ιδιαίτερη Ανώνυμη Εταιρία
Με στόχο την πλήρη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίστηκε η σύστασή της να γίνει με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Η επιμονή τότε στην ανεξαρτησία ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εξαιρετικά περιπλεγμένης προηγούμενης κατάστασης: η κρατική Εθνική Τράπεζα δέχονταν καταθέσεις, έδινε δάνεια σε ιδιώτες, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους δανειστές του ελληνικού δημοσίου και ταυτόχρονα εξέδιδε χαρτονόμισμα.
Παρόλα αυτά σύμφωνα με το καταστατικό της ΤτΕ ήταν αδύνατο να έχει τον έλεγχο της τράπεζας κάποιος ιδιώτης ενώ τα μετοχικά δικαιώματα των ιδιωτών μετόχων ήταν (και παραμένουν) εξαιρετικά περιορισμένα, χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν την διοίκηση και την λειτουργία της.
Η εισαγωγή της ΤτΕ στο Χρηματιστήριο έγινε λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή της, με κυβερνητική ενθάρρυνση και στόχο την ενίσχυση του κύρους του Χρηματιστηρίου. Ανάλογη επιλογή έγινε και για άλλες Κεντρικές Τράπεζες, από τις οποίες, όσον αφορά την Ευρωζώνη, διατηρούν σήμερα τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας εκείνες του Βελγίου (που είναι και εισηγμένη) και της Αυστρίας.
Ωστόσο πρόκειται για εξαιρέσεις και πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν την σκοπιμότητα διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά των μετοχών ένος θεσμικού οργανισμού.