Οι επενδυτές ανακαλύπτουν εκ νέου τις αγορές ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με την πορεία των 10ετών ελληνικών και ιταλικών τίτλων να είναι ιδιαίτερα θετική κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών.
Η απόδοση για το ελληνικό 10ετές υποχώρησε την Παρασκευή χαμηλότερα και από το ψυχολογικό φράγμα του 1%, κάτι που έχει επιτύχει το αντίστοιχο ιταλικό εδώ και αρκετούς μήνες, για να βρεθεί στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα που ήταν πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού. Υπενθυμίζεται ότι τον Μάρτιο, η Ελλάδα κινδύνευσε να αποκλειστεί από την αγορά ομολόγων, καθώς η απόδοση του 10ετους είχε εκτιναχθεί κοντά στο 4%, ενώ και οι αποδόσεις των ιταλικών τίτλων πλησίαζαν σε επίπεδα απαγορευτικά για δανεισμό.
Το γεγονός ότι τα ομόλογα δύο χωρών που θεωρούνται «ασθενείς», με δεδομένα τα υψηλά επίπεδα χρέους τους και μάλιστα σε μία περίοδο όπου οι οικονομίες, όχι μόνο Ελλάδας και Ιταλίας, βρίσκονται αντιμέτωπες με τη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση, εξαιτίας του κορονοϊού, έχει διττή ανάγνωση.
Η πορεία της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς από την αρχή του 2020
Μια απόδοση λίγο κάτω από το 1% αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης για τους επενδυτές, καθώς τα περισσότερα ομόλογα των ισχυρών οικονομιών έχουν αρνητικές αποδόσεις, ενώ το ρίσκο που μπορεί να εμπεριέχει η τοποθέτηση σε ιταλικά και ελληνικά ομόλογα καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό τόσο από τη γενναιοδωρία της ΕΚΤ όσο και από το επικείμενο Ταμείο Ανασυγκρότησης της ΕΕ, μέσω του οποίου τα κράτη-μέλη θα λάβουν γενναία κεφαλαιακή ενίσχυση.
Μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων PEPP, συνολικού ύψους 1,5 τρισ. ευρώ, το οποίο δημιούργησε η ΕΚΤ εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας,κατευθύνθηκαν τεράστια ποσά σε αγορές ελληνικών και ιταλικών ομολόγων. Η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των πιο ωφελημένων χωρών της ευρωζώνης, όπως έχει γράψει το Business Daily. Επιπλέον, έγιναν δεκτά ως ενέχυρο δανεισμού των τραπεζών τα ελληνικά ομόλογα, παρά τη χαμηλή τους αξιολόγηση, κάτι που επιτρέπει σε τράπεζες να «φορτώνουν» ελληνικούς τίτλους και να τους αξιοποιούν για την άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Με αυτόν τον τρόπο η ΕΚΤ έστειλε το μήνυμα στους επενδυτές ότι το τυχόν ρίσκο που μπορούν να αναλάβουν με τις τοποθετήσεις τους σε ελληνικό και ιταλικό χρέος είναι σχεδόν μηδενικό, αφού υπάρχει πάντα ένας πολύ ισχυρός αγοραστής των τίτλων.
Η πορεία της απόδοσης του ιταλικού 10ετούς από την αρχή του έτους
Παράλληλα η Ελλάδα διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς η ύπαρξη του «μαξιλαριού» ταμειακών διαθεσίμων κοντά στα 38 δισ. ευρώ, στηρίζει την επενδυτική εμπιστοσύνη προς τη χώρα μας, καθώς διασφασφαλίζει σε αρκετό βάθος χρόνου την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους, ακόμη και στην (απίθανη) περίπτωση που η Ελλάδα δυσκολευθεί να δανειστεί από την αγορά.
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι το πρόγραμμα ΡΕΡΡ θα «τρέχει» έως και τον Ιούνιο του 2021, ενώ μέχρι στιγμής και βάσει στοιχείων που υπάρχουν, έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας άνω των 10 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν το συγκεκριμένο πρόγραμμα, οι συνολικές της αγορές θα μπορούσαν να φθάσουν τα 35 δισ. ευρώ.
Σημαντική είναι όμως και η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς το ποσό των 32 δισ. ευρώ που θα δοθεί στην Ελλάδα αποτελεί ένα ακόμη παράγοντα που στηρίζει την εκτίμηση ότι θα παράσχει στην οικονομία την απαραίτητη βοήθεια ώστε να ξεπεράσει το σφοδρό πλήγμα από την κρίση και να επιστρέψει στη θετική πορεία που βρίσκονταν πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας.
Πόσο επωφελούνται τα κράτη - μέλη της ευρωζώνης από το Ταμείο Ανάκαμψης