Το γιέν θεωρείται παραδοσιακά ως μία ασφαλής τοποθέτηση, καθώς προστατεύει τους επενδυτές από τον αντίκτυπο των οικονομικών αναταραχών αλλά και αυτών των αγορών.
Κατά τη διάρκεια, όμως, του 2024 κατέγραψε έντονη μεταβλητότητα, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τη θέση του ως ασφαλές καταφύγιο. Οι φετινές διακυμάνσεις είναι οι πιο έντονες από το 1986 και αυτό οδήγησε την Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ) να προχωρήσει σε παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος τον Ιούλιο, ενώ το είχε πράξει και τον Μάιο, όταν το νόμισμα έφθασε στα 160 γιέν ανά δολάριο.
Μετά την απόφαση της BοJ τον Ιούλιο να αυξήσει τα επιτόκια, το χρηματιστήριο και το νόμισμα της Ιαπωνίας παρουσίασαν τεράστιες διακυμάνσεις. Ο Nikkei σημείωσε τη μεγαλύτερη ημερήσια απώλειά του από το 1987 στις 2 Αυγούστου, λόγω της ισχυρής ανόδου του γιέν έναντι του δολαρίου. Παραμερίζοντας τη μεταβλητότητα του ιαπωνικού γιέν, οι αναλυτές συνεχίζουν να θεωρούν το νόμισμα ως μία ασφαλής τοποθέτηση και μάλιστα υπογραμμίζουν ότι η πορεία του είναι αρκετά προβλέψιμη.
«Πιστεύουμε ότι μπορούμε να το αποκαλούμε «ασφαλές καταφύγιο», δεδομένου ότι η Ιαπωνία παραμένει ο μεγαλύτερος εξωτερικός πιστωτής του κόσμου και βλέπει βιώσιμο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών και ο πληθωρισμός έχει καλή εικόνα», τονίζει ο Ρ. Άμπε, οικονομολόγος στη Sumitomo Mitsui Banking Corporation.
Από την πλευρά του ο Χ. Τσανγκ, επικεφαλής επενδύσεων στην Endowus, σημείωσε ότι το νόμισμα ενισχύεται αξιόπιστα όταν οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και οι μετοχές πέφτουν ταυτόχρονα, όπως το κραχ του 2008 και η κατάρρευση του 2020 που προκλήθηκε από την πανδημία.
Από την άλλη πλευρά, το γιέν τείνει να αποδυναμώνεται έναντι του δολαρίου σε περιόδους που επικρατεί διάθεση μείωσης του κινδύνου, όταν οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αυξάνονται ενώ οι μετοχές πέφτουν.
Ο Τσάνγκ απέδωσε την έντονη μεταβλητότητα του γιέν φέτος στη μεγάλη διαφορά στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Η απόδοση του 10ετούς ιαπωνικού κρατικού ομολόγου βρίσκεται λίγο πάνω από το 1%, ενώ η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου είναι κοντά στο 4%.
Λίγο πριν η BοJ καταργήσει την πολιτική ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων στις 18 Μαρτίου, η διαφορά ήταν μεγαλύτερη, με την απόδοση του 10ετούς ιαπωνικού ομολόγου να διαμορφώνεται στο 0,796% και την απόδοση του 10ετούς αμερικανικού στο 4,304% στις 16 Μαρτίου, την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης πριν από την ανακοίνωση της BοJ. Αυτή η διαφορά επιτοκίων είχε οδηγήσει σε αυτό που είναι γνωστό ως «carry trade», όπου οι επενδυτές δανείζονται φθηνά σε γιέν για να επενδύσουν σε περιουσιακά στοιχεία με υψηλότερες αποδόσεις.
Όταν η Τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε τα επιτόκια, αυτό ώθησε το γιέν να ενισχυθεί, κερδίζοντας πάνω από 12% σε διάστημα περίπου τριών εβδομάδων έναντι του δολαρίου από το επίπεδο των 161,99 στις 3 Ιουλίου σε 141,66 στις 5 Αυγούστου, με τους επενδυτές να προσπαθούν να μειώσουν τις θέσεις τους σε «carry trade».
Ο Τσανγκ, ο οποίος δήλωσε ότι το γιέν δεν έχει χάσει το χαρακτηριστικό του να είναι ευαίσθητο στα αμερικανικά επιτόκια, δήλωσε ότι θα παραμείνει ένα περιουσιακό στοιχείο που αποτελεί ασφαλές καταφύγιο κατά τη διάρκεια ενός αναπτυξιακού φόβου.
Ο Άμπε της SMBC εκτιμά ότι η υψηλή μεταβλητότητα του γιέν έχει προκληθεί από αλλαγές στο εξωτερικό περιβάλλον της αγοράς και όχι από εσωτερικούς παράγοντες εντός της Ιαπωνίας. Ο πιο «ισχυρός παράγοντας που συνέβαλε» στην υψηλή μεταβλητότητα που παρατηρήθηκε τον Αύγουστο ήταν το «υπερβολικό άγχος» για την πιθανή διολίσθηση των ΗΠΑ σε ύφεση μετά την ανακοίνωση υψηλότερων από τις προβλέψεις στοιχείων ανεργίας και χαμηλότερης από την αναμενόμενη αύξηση της απασχόλησης.
«Φυσικά, δεν αποκλείω εντελώς την επίδραση της αιφνιδιαστικής αύξησης των επιτοκίων της BοJ τον Ιούλιο, αλλά ήταν μόνο 15 μονάδες βάσης και η αρχική αντίδραση απέναντι στην απόφαση της BοJ ήταν αρκετά μικτή», πρόσθεσε. Εάν η απόφαση της BοJ ήταν η αιτία της μεταβλητότητας, οι αντιδράσεις της αγοράς θα ήταν πολύ ισχυρότερες, εκτιμά ο οικονομολόγος, προσθέτοντας ότι το γιέν «θα έπρεπε να είχε αγοραστεί αμέσως μετά την απόφαση της BοJ, αλλά αυτό δεν συνέβη».
Η απόφαση της BοJ ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 31ης Ιουλίου, αλλά το γιέν κινήθηκε σημαντικά μόνο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 2ας και της 5ης Αυγούστου. Ο Άμπε προβλέπει ότι το γιέν θα διαπραγματεύεται γύρω στα 145 προς το δολάριο φέτος και οποιαδήποτε περαιτέρω ενίσχυση θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων από τη Fed, τον οποίο χαρακτηρίζει «ζωτικής σημασίας». Αναμένει ότι το νόμισμα θα ενισχυθεί σε περίπου 138 έναντι του δολαρίου μέχρι το τέλος του 2025 με «κάποια υψηλή μεταβλητότητα», προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να φθάσει τα 130.
Αυτή η μεταβλητότητα μπορεί να προέλθει από τις κινήσεις νομισματικής πολιτικής της BOοJ, αλλά ο Άμπε δεν προβλέπει αυξήσεις επιτοκίων από την BOJ «προς το παρόν». Δεν αποκλείει εντελώς μια αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα, σημειώνοντας ότι το ΑΕΠ του β’ τριμήνου έδειξε μια ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει την υπόθεση μιας αύξησης.
Ο Τσανγκ εκφράζει διαφορετική εκτίμηση, τονίζοντας ότι «η μεταβλητότητα του γιέν έχει, πιθανώς, φθάσει στο αποκορύφωμά της φέτος, δεδομένου ότι η εκκαθάριση του «carry trade» έχει ήδη εν μέρει συμβεί και οι ενέργειες των κεντρικών τραπεζών πιθανώς θα είναι λιγότερο αιφνιδιαστικές για τις αγορές». Οι δύο εμπειρογνώμονες συμφώνησαν ότι η πορεία του γιέν θα εξαρτηθεί πιθανότατα από τις προοπτικές ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας.