Δύο εβδομάδες μετά το τραγικό γεγονός των Τεμπών που συγκλόνισε την Ελλάδα και το πολιτικό σκηνικό θυμίζει κινούμενη άμμο με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα στο δρόμο προς τις κάλπες.
Είναι ενδεικτικό ότι μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, ακόμα και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια διακύμανση της αντίδρασης των πολιτών, που τις πρώτες ημέρες εκφράστηκε με πολλούς να κλείνουν το τηλέφωνο στους δημοσκόπους και σήμερα, να επιλέγουν να δείξουν την οργή τους αποδοκιμάζοντας συνολικά το πολιτικό σύστημα.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα και για τα ίδια τα κομματικά επιτελεία, από τη στιγμή που καλούνται να αναπροσαρμόσουν την εκλογική τους στρατηγική, μέσα σε ένα περιβάλλον ασάφειας, με έναν οργισμένο κόσμο απέναντί τους, χωρίς καν να μπορούν να ερμηνεύσουν αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια υπό διαμόρφωση «βουβή» αλλαγή σκηνικού.
Το μόνο ενθαρρυντικό εύρημα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (Pulse/ΣΚΑΪ) δηλώνει αποφασισμένη να πάει και να ψηφίσει σε ποσοστό 91% (σίγουρα ΝΑΙ 77% και μάλλον ΝΑΙ 14%), αν και το ποσοστό αυτό πέφτει στο 62% όταν το δείγμα περιορίζεται στις ηλικίες 17 έως 29 ετών.
Και εδώ εντοπίζεται η πρώτη «παγίδα» για τα κόμματα, δηλαδή τι θα πράξουν πάνω από την κάλπη οι νεότεροι σε ηλικία ψηφοφόροι. Αν δηλαδή θα πάνε να ψηφίσουν με ξεκάθαρα τιμωρητική διάθεση, ή αν θα επιλέξουν να καθίσουν στον καναπέ τους απέχοντας από την εκλογική διαδικασία.
Είτε στη μία είτε στην άλλη εκδοχή τα στοιχεία των ερευνητών δείχνουν μια σαφή τάση των νέων να επιρρίπτουν την ευθύνη για ό,τι συνέβη, συνολικά στις κυβερνήσεις που πέρασαν από τον τόπο και μάλιστα σε ποσοστό 51%.
Η δεύτερη «παγίδα» αφορά στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» του εκλογικού σώματος που αγγίζει το 17,5% (άκυρο, λευκό, αναποφάσιστοι) με μια ξεκάθαρη ανοδική τάση από το 14% που είχε καταγραφεί στην αμέσως προηγούμενη έρευνα.
Αν και αυτή η διαφορά των 3,5 ποσοστιαίων μονάδων ταυτίζεται αριθμητικά με τις απώλειες που καταγράφει η ΝΔ στην Πρόθεση Ψήφου (28,5% από 32%), η δεξαμενή αυτή των συμπολιτών μας επιδέχεται πολλών ερμηνειών.
Από τη μια η κυβερνητική παράταξη μπορεί θεωρητικά να αισιοδοξεί ότι μπορεί να ανακάμψει παίρνοντας πίσω ένα μέρος αυτής, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ελπίζουν ότι αυτό είναι το πρώτο βήμα μια διαφαινόμενης κυβερνητικής ήττας.
Ωστόσο, στη σχετική εξίσωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταγράφει αύξηση των ποσοστών του διατηρώντας το 25%, ενώ παραμένει ζητούμενο αν αυτό το «βουβό» κλίμα, θα εκφραστεί προς τα μικρότερα κόμματα.
Η τρίτη «παγίδα» προκύπτει από τις επιλογές των πολιτών στο «τι κυβέρνηση θα προτιμούσατε», με το 15% να παρακάμπτει τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις ή τις κυβερνήσεις συνεργασίας με κορμό τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ και να επιλέγει -ειδικότερα οι νεότεροι ηλικιακά- κάποιο άλλο σχήμα και σίγουρα χωρίς τα δύο κόμματα εξουσίας ως επικεφαλής.
Και αν η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να ανακουφίζει φαινομενικά τα επιτελεία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή όπου δεν πλήττει τη μία πλευρά προς ενίσχυση της άλλης, υποκρύπτει ωστόσο ένα κρυφό ερώτημα, για το αν δυνητικά δημιουργείται χώρος για κάτι το καινούργιο ή αν αυτή η οργή και η δυσαρέσκεια εκφραστούν σε κάποια μορφή προς τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα.