«Με τις ανατιμήσεις να αφορούν πια όχι μόνο την ενέργεια, αλλά σχεδόν το σύνολο των ειδών ευρείας κατανάλωσης, η κυβέρνηση αρνείται να λάβει ουσιώδη μέτρα προστασίας, παραδίδοντας ουσιαστικά τα λαϊκά και μεσαία στρώματα στη δίνη της κρίσης ακρίβειας» επισημαίνει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων σε άρθρο της στην «ΑΥΓΗ της Κυριακής», η βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ, Έφη Αχτσιόγλου.
Παράλληλα σημειώνει ότι: «Αρνείται να προχωρήσει σε μειώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, πράγμα που θα μπορούσε να προστατεύσει το εισόδημα των πολιτών, κρατά καθηλωμένο τον κατώτατο μισθό, ενώ έχει ήδη φροντίσει να σφραγίσει τις οδούς αύξησης των μισθών (δηλαδή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας). Παράλληλα εκχωρεί τον ενεργειακό πυλώνα της χώρας σε ιδιώτη διαμηνύοντας στους πολίτες ότι ήταν και θα παραμείνουν απροστάτευτοι απέναντι στο σαρωτικό κύμα ακρίβειας».
Ολόκληρο το άρθρο της Έφης Αχτσιόγλου:
Η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ασκεί πολιτική που ευνοεί ελάχιστους και πιέζει την πλειονότητα της κοινωνίας ήταν εμφανής τόσο κατά τη βαθιά ύφεση του 2020 όσο και κατά την οικονομική ανάκαμψη που σημειώνεται φέτος. Αυτή η σκληρή, ταξικά μεροληπτική πολιτική επιβεβαιώνεται πολλαπλώς.
Καταρχάς με το να μην υποστηρίξει ουσιωδώς οικονομικά την κοινωνική πλειοψηφία και τους εργαζόμενους την περίοδο του λοκντάουν, μια περίοδο που αντικειμενικά προκαλεί συρρίκνωση εισοδημάτων. Με τα χαμηλά επιδόματα αναστολών εργασίας από τα οποία αποκλείονταν μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, τις νέες μορφές εκ περιτροπής εργασίας, την απουσία οικονομικής στήριξης των νοικοκυριών.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν ότι ήδη το 2020 αυξήθηκε το ποσοστό των πολιτών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης, ενώ μειωνόταν διαρκώς από το 2017 και μετά. Ήδη το 2020 ένα στα τρία νοικοκυριά της χώρας είχε μεγάλη δυσκολία να καλύψει τις βασικές δαπάνες διαβίωσης. Άρα το 2021 ξεκίνησε με την πλειονότητα των πολιτών οικονομικά συμπιεσμένη και υπό το βάρος σωρευμένων χρεών που η κυβέρνηση αρνείται επίμονα να ρυθμίσει ριζικά.
Αν σ’ αυτό το σκηνικό προσθέσουμε το κύμα της ακρίβειας που ξεσπά το 2021, το πρόβλημα παίρνει χαρακτηριστικά κρίσης, διότι παράλληλα η κυβέρνηση προχωρά στη δεύτερη και σοβαρότερη πράξη: αφήνει την κοινωνία πλήρως απροστάτευτη.
Με τις ανατιμήσεις να αφορούν πια όχι μόνο την ενέργεια, αλλά σχεδόν το σύνολο των ειδών ευρείας κατανάλωσης, η κυβέρνηση αρνείται να λάβει ουσιώδη μέτρα προστασίας, παραδίδοντας ουσιαστικά τα λαϊκά και μεσαία στρώματα στη δίνη της κρίσης ακρίβειας.
Αρνείται να προχωρήσει σε μειώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, πράγμα που θα μπορούσε να προστατεύσει το εισόδημα των πολιτών, κρατά καθηλωμένο τον κατώτατο μισθό, ενώ έχει ήδη φροντίσει να σφραγίσει τις οδούς αύξησης των μισθών (δηλαδή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας). Παράλληλα εκχωρεί τον ενεργειακό πυλώνα της χώρας σε ιδιώτη διαμηνύοντας στους πολίτες ότι ήταν και θα παραμείνουν απροστάτευτοι απέναντι στο σαρωτικό κύμα ακρίβειας.
Με τις πράξεις αυτές ή τη σκόπιμη αδράνειά της οδηγεί τελικά σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών. Και μιλώ για σκοπιμότητα διότι την ίδια στιγμή επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για να μειώσει ακόμη μία φορά τη φορολογία κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, τον φόρο συσσώρευσης κεφαλαίου και τον φόρο για γονικές παροχές ύψους 800.000 ευρώ.
Εισόδημα, βέβαια, αφαιρεί η κυβέρνηση και μέσω των πολιτικών αποκλεισμού που εφαρμόζει στην Παιδεία. Με 40.000 παιδιά να αποκλείονται από τα δημόσια πανεπιστήμια, την ώρα που εξισώνονται τα πτυχία των κολλεγίων με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων, δίνοντας πρόσβαση σ’ ένα καλύτερο μέλλον μόνο στους έχοντες.
Και τώρα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με τον διαχωρισμό των σχολείων σε δύο κατηγορίες, την παράδοσή τους στην υποχρηματοδότηση και την αναζήτηση ιδιωτών χορηγών για να καλύψουν τις ανάγκες τους, ορίζει ως προφανή θύματα τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών που δεν έχουν άλλη επιλογή για την εκπαίδευσή τους. Σ’ αυτή την κοινωνική δυστοπία η οικονομία σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από μία χρονιά ύφεσης 9%. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη του τι σημαίνει κυβέρνηση των ανισοτήτων.