Η ζάχαρη είναι ένα από τα προϊόντα commodity, που στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου - για ανεξήγητους λόγους - ανατιμάται συνεχώς, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά από το άλλο. Και μάλιστα φαίνεται ότι πρόκειται για ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα, δεδομένου ότι τον Ιούλιο του 2023 η τιμή της ήταν υψηλότερη έναντι του Ιουλίου του 2022 κατά 80,4% - την ίδια στιγμή στην παγκόσμια αγορά η τιμή της ήταν υψηλότερη μόνο κατά 22,8%.
Όπως είναι γνωστό η ζάχαρη αποτελεί βασική πρώτη ύλη για πολλά τρόφιμα που παράγονται στην Ελλάδα από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (αρτοζαχαροπλαστεία, ζαχαρωδών, μπισκοτοποιίας, αναψυκτικών κλπ).
Πηγές της ελληνικής αγοράς με τι οποίες συνομίλησε το Business Daily έχουν επισημάνει το γεγονός ότι σταθερά μήνα με τον μήνα η τιμή της αυξάνεται - βέβαια η χώρα μας είναι πλέον εισαγωγική κι ως εκ τούτου εξαρτάται αποκλειστικά από την ευρωπαϊκή αγορά, όπου το «πάρτι της ζάχαρης συνεχίζεται.
Μιλώντας προς το Business Daily ο κ. Στέφανος Κομνηνός, εταίρος της εταιρείας Netrino Advisor και με βάση πρόσφατη ανάλυση την οποία έκανε για την τιμή του προϊόντος έλεγε πως «η χώρα μας που δεν παράγει πλέον ζάχαρη και δυστυχώς δεν καταγράφει τιμές (ούτε και χονδρικές), ανήκει προφανώς στην ακριβότερη (νότια) ζώνη αλλά και με βάση πληροφορίες της αγοράς, παρουσιάζει το υψηλότερο επίπεδο τιμών της ΕΕ».
Και προσθέτει πως «το παιχνίδι για χαμηλότερες τιμές στη ζάχαρη χάθηκε όταν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό της τιμής του φυσικού αερίου και των λιπασμάτων».
Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόσφατη ανάλυση της Netrino - έγινε τον περασμένο Μάρτιο - «τους τελευταίους μήνες, παρακολουθούμε μια αλματώδη αύξηση (25%) της τιμής της ζάχαρης τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον τελευταίο μήνα μάλιστα αυξήθηκε επιπλέον 20%».
Κατά την ερευνών αγοράς η αύξηση των τιμών αποδίδεται στους παρακάτω λόγους:
- μείωση παγκόσμια προσφερόμενης ποσότητας λόγω πολέμου Ουκρανίας
- χρήσης ζαχαρότευτλων και ζαχαροκάλαμου για παραγωγή biodiesel
- αλλά και του αυξημένου κόστους παραγωγής εξαιτίας των ακριβότερων λιπασμάτων και
- της ακριβότερης ενέργειας (φυσικό αέριο) στη φάση της μεταποίησης.
Σημειώνει μάλιστα ότι «τα ζαχαρότευτλα καλλιεργούνται σε περίπου 120.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ- 27 και η ζάχαρη εξάγεται από αυτά σε 99 εργοστάσια. Κατά την περίοδο εμπορίας 2020/21, τα εργοστάσια ζάχαρης σε ολόκληρη την ΕΕ (ΕΕ + Ηνωμένο Βασίλειο) παρήγαγαν περίπου 15,3 εκατομμύρια τόνους ζάχαρης (συμπεριλαμβανομένων 900.000 τόνων στο Ηνωμένο Βασίλειο), σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Ωστόσο «στην Ευρώπη, έχουν διαμορφωθεί τρεις ζώνες τιμών (που ακολουθούν και τη γεωγραφία):
- Η κεντρική Ευρώπη που παράγει τις περισσότερες ποσότητες και έχει τη χαμηλότερη τιμή
- Η βόρεια Ευρώπη με ένα λεπτό / κιλό υψηλότερη τιμή και
- Η νότια Ευρώπη με έξι λεπτά / κιλό υψηλότερη τιμή».
Στην Ελλάδα, ζάχαρη εισάγουν και διανέμουν, 3-4 παραρτήματα ευρωπαίων παραγωγών και 2-3 μεγάλοι εισαγωγείς. Οι τιμές πώλησης ποικίλουν ανάλογα με την ποσότητα αγοράς και τη μορφή του συμβολαίου (spot ή μακροπρόθεσμο). Η μικρή διαπραγματευτική ισχύς των μεταποιητικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ζάχαρη για παραγωγή προϊόντων, δεν τους επιτρέπει να διεκδικήσουν χαμηλότερες τιμές, μεγεθύνοντας έτσι το κενό ανταγωνιστικότητας.
Τα νέα συμβόλαια έτους έχουν φτάσει τα 1,35 ευρώ ανά κιλό. Την ίδια περίοδο, μεγάλοι αγοραστές (ΣΜ) πωλούν τη ζάχαρη (σε ελεγχόμενες ποσότητες) σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή (1,20 με ΦΠΑ).