Αντιμέτωπες με ένα δύσκολο ορόσημο θα βρεθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες στα τέλη Ιουνίου, με τις ιταλικές να είναι αυτές που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς λήγει η περίοδος των μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων TLTRO, το ύψος των οποίων πλησίασε τα 500 δισ. ευρώ.
Βάσει των στοιχείων που υπάρχουν, τα δάνεια των ιταλικών τραπεζών είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα κεφάλαια που έχουν τοποθετήσει στην ΕΚΤ, ενώ τα αποθεματικά των ελληνικών τραπεζών σε σύγκριση με το ύψος του δανεισμού τους από την κεντρική τράπεζα είναι σχεδόν ισοσκελισμένα.
Καθώς τα δάνεια TLTRO ύψους 476,8 δισ. ευρώ λήγουν στις 28 Ιουνίου, συγκεκριμένες επιχειρήσεις στη Γερμανία, τη Γαλλία ή άλλα κράτη της ευρωζώνης θα μπορούσαν επίσης να αισθανθούν την πίεση, σύμφωνα τους αναλυτές της UBS. «Στην Ιταλία ή την Ελλάδα, τα μεγέθη είναι ξεκάθαρα. Αλλά ακόμη και σε άλλες χώρες, θα μπορούσαν να υπάρχουν τράπεζες που δανείστηκαν πάνω από τα αποθεματικά τους στην ΕΚΤ», σημειώνουν.
Η κεντρική τράπεζα αφήνει τα δάνεια TLTRO να λήξουν για να βοηθήσει στη συρρίκνωση του διογκωμένου ισολογισμού της, αλλά υπάρχουν και αξιωματούχοι της ΕΚΤ ανησυχούν για τις επιπτώσεις του υψηλότερου κόστους δανεισμού στους δανειστές με την πιο περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές χρήματος, με τον επικεφαλής του εποπτικού μηχανισμού, Αντρέα Ένρια, να δηλώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι αρκετές τράπεζες έχουν, όντως, «σημαντική εξάρτηση» από τα TLTRO.
Οι ιταλικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να αντλήσουν περίπου 35 δισ. ευρώ το 2023 και άλλα 75 δισ. ευρώ για να προετοιμαστούν για περισσότερες αποπληρωμές δανείων TLTRO το επόμενο έτος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της NatWest Markets. «Ορισμένα ιδρύματα, πιθανότατα οι μικρότερες τράπεζες, θα έχουν έλλειψη μετρητών ακόμη και βραχυπρόθεσμα», αναφέρεται σε report.
Τα καλά νέα είναι ότι οι τράπεζες έχουν πολλές επιλογές για εναλλακτική χρηματοδότηση: μία από αυτές είναι η αγορά των repos, όπου οι επιχειρήσεις δανείζουν η μία στην άλλη με εγγύηση. Οι τράπεζες μπορούν επίσης να στραφούν στις αγορές ομολόγων για να καλύψουν τυχόν κενά ή να επιλέξουν να βάλουν στην τσέπη μετρητά από ομόλογα που λήγουν και κατέχουν.
«Οι τράπεζες έχουν στηριχθεί στην πλεονάζουσα ρευστότητα τα τελευταία δύο χρόνια, σε σύγκριση με εναλλακτικά μέσα χρηματοδότησης, όπως η αγορά εμπορικών τίτλων, η αγορά καλυμμένων ομολόγων και τα μακροπρόθεσμα ρέπος», σημειώνει η Eurex Repo και προσθέτει ότι «τώρα βλέπουμε περισσότερες μακροπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις σε ρέπος για περιόδους τριών, έξι, εννέα και 12 μηνών».
Οι αναλυτές αμφιβάλλουν ότι η ΕΚΤ θα εισαγάγει μια νέα γραμμή διευκόλυνσης για να βοηθήσει τις τράπεζες, ακόμη και αν βρεθούν αποκλεισμένες από τις ιδιωτικές αγορές χρηματοδότησης. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg αυτόν τον μήνα δήλωσαν ότι δεν περιμένουν από την ΕΚΤ να προσφέρει νέα πιο μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.
Τα χέρια της κεντρικής τράπεζας είναι δεμένα από την τεράστια ποσότητα πλεονάζουσας ρευστότητας που ήδη αποδυναμώνει τον αντίκτυπο της νομισματικής σύσφιξης. Ακόμη και αφού ληφθούν υπόψη περισσότερες αποπληρωμές του TLTRO και το συρρικνούμενο χαρτοφυλάκιο ομολόγων της ΕΚΤ, η πλεονάζουσα ρευστότητα θα μπορούσε να ανέλθει σε περίπου 3,5 τρισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του 2023, με όλα τα άλλα να παραμένουν ίδια. Αυτό είναι μόνο περίπου 15% χαμηλότερο από τα τρέχοντα επίπεδα.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ φάνηκε επίσης να υποβαθμίζει αυτή την προοπτική μετά την τελευταία συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας, λέγοντας ότι οι συνήθεις διευκολύνσεις της παραμένουν διαθέσιμες. Αναφερόταν στις πράξεις που παρέχουν ρευστότητα σε εβδομαδιαία και τρίμηνη βάση: τα MRO και LTRO. Το επιτόκιο αυτών των διευκολύνσεων είναι 50 μονάδες βάσης πάνω από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ και οι μικρότερες τράπεζες που αναγκάζονται να τις χρησιμοποιήσουν μετά την αποπληρωμή των δανείων TLTRO θα υποστούν επιβάρυνση στα κέρδη.
Εξαιτίας αυτού, δεν έχουν αποκλείσει όλοι το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να παρέμβει για να στηρίξει τις τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα, ακόμη και αν η παροχή φρέσκιας ρευστότητας φαίνεται να είναι αντίθετη με την καταπολέμηση του πληθωρισμού. «Αν η ΕΚΤ θέλει να παίξει εκ του ασφαλούς, θα προσφέρει νέα LTROs περίπου στο επιτόκιο καταθέσεων ώστε να υπάρξει καλύτερη διαχείριση του κινδύνου», τονίζει η UBS.