Τον κώδωνα του κινδύνου για χιλιάδες λουκέτα μικρών επιχειρήσεων και οικογενειακών βιοτεχνιών σε όλη την Ελλάδα κρούει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας (ΒΕΑ), αν δεν υπάρξουν άμεσα, στοχευμένα και πρακτικής εφαρμογής μέτρα από την πολιτεία, σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία όπως η σημερινή, ενώ μαίνεται ο διεθνής «πόλεμος» στην ενέργεια.
Μέσω εμπεριστατωμένης μελέτης των εξελίξεων στην ενέργεια και στο σύνολο της αύξησης στα κόστη της λειτουργίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το ΒΕΑ καταθέτει σειρά προτάσεων στήριξης, ζωτικής διευκόλυνσης και εν τέλει διάσωσης της μικρής επιχειρηματικότητας. Όπως τονίζουν τα στελέχη του ΒΕΑ, σε μια χώρα που το 95% των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες και κατά το κοινώς λεγόμενο αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, ασφαλώς τα όσα εξελίσσονται στο θέμα του ενεργειακού κόστους, είναι μείζονος σημασίας και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με το αίσθημα του επείγοντος από την πολιτεία.
Εκπροσωπώντας πάνω από 35 χιλιάδες μέλη, μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις και πάνω από 800 επαγγέλματα και ειδικότητες, το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας διατηρεί μια ισχυρή βάση δεδομένων με στοιχεία που δείχνουν ξεκάθαρα τον «καθρέφτη» της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΒΕΑ λοιπόν, μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων, βιοτεχνικών οικογενειακών μονάδων μεταποίησης, αντιμετωπίζουν τεράστιο οικονομικό πρόβλημα και οδηγούνται καθημερινά στον τερματισμό της λειτουργίας τους και τα μέλη τους στην ανεργία. Πρόκειται για ένα πραγματικό πρόβλημα, με αριθμούς και στοιχεία, ένα πρόβλημα που αν δεν υπάρξουν μέτρα στοχευμένα και εφαρμόσιμα, μπορεί να οδηγήσει σε ένα τσουνάμι λουκέτων.
Στη χθεσινή συνάντηση της 9μελούς διοικητικής επιτροπής του ΒΕΑ με δημοσιογράφους, κατατέθηκαν προτάσεις για το πώς μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση, ενώ τονίστηκε ότι το Επιμελητήριο θα επιδιώξει σειρά συναντήσεων με όλους τους προέδρους των κομμάτων και με τον πρωθυπουργό, για πλήρη ενημέρωση της κατάστασης σε όλα τα επίπεδα.
Οι προτάσεις για άμεση στήριξη των ΜμΕ
Τα μέτρα που προτείνει το ΒΕΑ λοιπόν είναι:
- Επιβολή πλαφόν στις ανατιμήσεις στο πρότυπο των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών. Φορολόγηση του συνόλου των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η όποια επιδότηση των χαμηλότερων πλέον τιμολογίων από αυτούς τους φόρους και όχι από τους καταναλωτές και από το κράτος.
- Προσαρμογή του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας στα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου οι χρηματιστηριακές τιμές συμμετέχουν σε χαμηλό ποσοστό στη διαμόρφωση των τελικών τιμών (κάτω του 29%). Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου οι τιμές διαμορφώνονται κατά 100% από το Χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται απόλυτα τα τιμολόγια από τις αυξημένες διεθνώς τιμές του φυσικού αερίου.
- Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ή σταδιακή μείωσή του, εντός διετίας έως την οριστική κατάργησή του, με την παγιοποίηση της ανοδικής πορείας βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. Ή, εναλλακτικά, το τέλος επιτηδεύματος να είναι η ελάχιστη φορολογική υποχρέωση του κάθε επαγγελματία. Δηλαδή όταν κάποιος επαγγελματίας δηλώνει κάποια κέρδη τα οποία όταν φορολογηθούν ο φόρος είναι μεγαλύτερος από το τέλος επιτηδεύματος να απαλλάσσεται από το τέλος, διαφορετικά να επιβαρύνεται με του τέλους επιτηδεύματος σαν μια ελάχιστη φορολογική υποχρέωση.
- Καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%.
- Μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%. Με το υπάρχον φορολογικό σύστημα αν μια ατομική επιχείρηση παρουσιάσει κέρδη πάνω από τις 35.000 ευρώ, η φορολογία της γίνεται επαχθέστερη από αυτή των μικρών εταιρειών. Για κέρδη π.χ. 50.000 ευρώ η ατομική επιχείρηση, θα πληρώσει 2.900 ευρώ περισσότερα. Προφανώς, το φορολογικό καθεστώς αυτό, λειτουργεί ανασταλτικά για την ζητούμενη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, ενώ δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Μια εναλλακτική πρόταση είναι η ενιαία φορολογία για όλες τις επιχειρήσεις (φυσικών και νομικών προσώπων), για τα κέρδη πάνω από ένα όριο.
- Μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 50%. Να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε επιχειρηματία να προκαταβάλει το φόρο που του αναλογεί, σύμφωνα με δική του πρόχειρη εκκαθάριση μέσα στη φορολογική χρήση που πραγματοποιεί τα κέρδη και για τα ποσά αυτά, να απαλλάσσεται της προκαταβολής φόρου για να υπάρχει ισονομία συγκριτικά με άλλες κατηγορίες φορολογούμενων.
- Να επανυπολογιστεί το αφορολόγητο όριο. Για τους επιχειρηματίες το όριο φορολογίας του 9% των 10.000 ευρώ, να γίνει τουλάχιστον 11.000 ευρώ. Και φυσικά με ανάλογη προσαρμογή όλων των ανώτερων ορίων αλλαγής της φορολογικής κλίμακας.
- Ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς πλέον ακόμη και για μία ημέρα καθυστέρηση εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής προβλέπεται απώλεια της ρύθμισης. Παράλληλα, να υπάρξει αύξηση του αριθμού των δόσεων πάγιων ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων οφειλών στον ΕΦΚΑ.
- Παροχή βιώσιμων ρυθμίσεων των προβληματικών δανείων, ώστε να επιστρέψουν στις τράπεζες και να αποκτήσουν και πάλι πρόσβαση στη χρηματοδότηση οι επιχειρήσεις, καθώς λόγω πληθωριστικών πιέσεων, γεωπολιτικών εξελίξεων και αύξησης του κόστους ενέργειας, είναι πιθανή η δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.
- Καθορισμός πλαφόν ποσοστού αύξησης ενοικίων στην επαγγελματική στέγη. Εν μέσω ενεργειακής κρίσης, παρατηρείται και αύξηση ενοικίων από τους ιδιοκτήτες επαγγελματικών χώρων, κατά το δοκούν, σε δυσθεώρητα ύψη. Ο επιχειρηματίας, καλείται, είτε να υποκύψει, είτε να αναγκαστεί να προβεί σε αλλαγή στέγης, επωμιζόμενος ο ίδιος το κόστος της μεταφοράς έδρας, τις πιθανές απώλειες του πελατολογίου του και όλα τα έξοδα που χρειάζονται για μία σχεδόν νέα αρχή. Η έστω και προσωρινή ρύθμιση από την Πολιτεία, είναι απαραίτητη για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και όχι μόνο. Χρειάζεται άμεση παρέμβαση για την εξομάλυνση, αυτήν την κρίσιμη περίοδο για την οικονομία, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού.
Μέτρα και προτάσεις μακροπρόθεσμης στόχευσης
Την ίδια ώρα το ΒΕΑ προτείνει μια ολιστική αλλαγή κουλτούρας με μακροπρόθεσμο ορίζοντα με στροφή στην παραγωγή και την κατασκευή, με προτεραιότητα στην αναζωογόνηση της βιοτεχνίας και βιομηχανίας σε αντίθεση με την κουλτούρα του μεταπρατισμού που έχει κυριαρχήσει τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο τονίστηκε ότι η στήριξη της πολιτείας κατά την περίοδο της πανδημίας προς την εστίαση ήταν σχεδόν… προνομιακή, εν αντιθέσει με τις παραγωγικές βιοτεχνίες, τις επιχειρήσεις μεταποίησης, τις εξαγωγικές μικρές επιχειρήσεις, που είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο την πανδημία με όλα τα παρελκόμενα, όσο και το «νέκρωμα» όλης της αλυσίδας οικονομικής ζωής και λειτουργίας τους.
Ο κλάδος των μικρών βιοτεχνικών και των οικογενειακών επιχειρήσεων μεταποίησης λοιπόν ζητά τη στήριξη μονάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, αλλά και την αποφυγή σπατάλης δημοσίων πόρων σε μη παραγωγικές δομές της οικονομίας που απλώς μετατρέπονται σε… καταθέσεις, όπως έδειξε η μεγάλη αύξηση καταθέσεων την τελευταία διετία.
Τα στελέχη του ΒΕΑ κάνουν λόγο για απαραίτητη εστίαση σε παραγωγικούς κλάδους που σχετίζονται με διασφαλισμένη παγκόσμια ζήτηση στο άμεσο αλλά και απώτερο μέλλον και αφορούν τις τεχνολογίες περιβάλλοντος, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, προστασίας της δημόσιας υγείας, τεχνολογιών πληροφορικής και τεχνητής νοημοσύνης.
Επίσης προτείνουν στροφή από το μοντέλο του πολυκερματισμού της παραγωγικής δομής σε πολυάριθμες μικρές μονάδες, στη δημιουργία μεγαλύτερου μέσου μεγέθους, βιώσιμων και με αναπτυξιακή προοπτική επιχειρήσεων με θέσπιση λειτουργικών κινήτρων συγχώνευσης των μικρών επιχειρηματικών μονάδων.
Ιστορία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, από το 1940 και είναι το μεγαλύτερο από τα τρία βιοτεχνικά επιμελητήρια που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Ο θεσμός των Επιμελητηρίων, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1836. Ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, θεσμοθετούνται το 1914 με τον Ν. 184, με ένα επιμελητήριο στην Αττική, το Εμπορικό και Βιομηχανικό. Από το 1925, λειτουργεί το Επαγγελματικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών.
Ως αμιγώς Βιοτεχνικό, το ΒΕΑ λειτουργεί από το 1940. Είναι Νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης. Διοικείται από 51μελές Διοικητικό Συμβούλιο, που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια και 9μελή Διοικητική Επιτροπή, που εκλέγεται από το παραπάνω Δ.Σ.