Η υποτίμηση του ευρώ έχει συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων της ευρωζώνης, αλλά σε αντίθεση με το παρελθόν οι εξαγωγές δεν φαίνεται να επωφελούνται, όπως σημειώνει σε ανάλυσή της η ING.
Η επίτευξη απόλυτης ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και δολαρίου, για πρώτη φορά από το 2002 φαίνεται να είχε περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η αποδυνάμωση του ευρώ, σε γενικές γραμμές, χρήζει προσοχής.
Το ευρώ υποχωρεί έναντι του δολαρίου από τα μέσα του 2021, γεγονός που φαίνεται να σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις αποκλίνουσες προσδοκίες για την πολιτική ΕΚΤ και Fed και την αιφνίδια μείωση του εμπορικού ισοζυγίου της ευρωζώνης, λόγω και της ενεργειακής κρίσης, η οποία μετέτρεψε ένα σταθερό εμπορικό πλεόνασμα σε μεγάλο εμπορικό έλλειμμα. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας που καταβάλλονται στις διεθνείς αγορές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποδυνάμωση του νομίσματος.
Επειδή η ενεργειακή κρίση πλήττει περισσότερο την Ευρώπη, το ίδιο ισχύει και για το κοινό της νόμισμα, τουλάχιστον αναφορικά με το δολάριο, καθώς σε σύγκριση με άλλα ανταγωνιστικά νομίσματα το ευρώ έχει αποδυναμωθεί με πιο ήπιο ρυθμό.
Ενώ το ευρώ έχει χάσει 16,2% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ από την 1η Ιανουαρίου 2021, η σταθμισμένη ως προς το εμπόριο συναλλαγματική ισοτιμία έχει υποτιμηθεί μόνο κατά 6,9%. Η διολίσθηση του ευρώ έχει οδηγήσει σε μεγάλο εισαγόμενο πληθωρισμό, επειδή τα εμπορεύματα αποτιμώνται σε δολάρια. Ταυτόχρονα, τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα ήταν μέτρια. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί όμως μια πιο προσεκτική εξέταση καθώς ο σχετικός πληθωρισμός μεταξύ των εμπορικών εταίρων παίζει ρόλο.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, η πραγματική αποτελεσματική συναλλαγματική ισοτιμία (REER) για μια χώρα θεωρείται βασικός δείκτης μέτρησης της ανταγωνιστικότητας της. Πρόκειται για μια συναλλαγματική ισοτιμία η οποία σταθμίζεται με βάση τις εξελίξεις του κόστους στην εγχώρια αγορά.
Η ING χρησιμοποιεί ως βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, το οποίο έχει διολισθήσει σημαντικά, γεγονός που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι, παρά την περιορισμένη πτώση της ονομαστικής πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι επιχειρήσεις φαίνεται να επωφελούνται από τη σχετικά καλύτερη ανταγωνιστικότητα των τιμών. Έτσι, ενώ ο κύριος αντίκτυπος της εξασθένησης του ευρώ είναι σίγουρα αρνητικός μέσω του υψηλότερου εισαγόμενου πληθωρισμού, παρατηρείται τουλάχιστον κάποια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών, η οποία θα μπορούσε να αμβλύνει τις υφεσιακές επιπτώσεις στην εγχώρια αγορά.
Η έκρηξη των τιμών ενέργειας συμβάλλει στην πτώση του ευρώ
Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι επιχειρήσεις δεν φαίνεται να «αισθάνονται» κάποιο όφελος. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαθέτει έναν υποδείκτη που αποκαλύπτει πώς οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι έχει αλλάξει η ανταγωνιστικότητά τους στις εγχώριες αγορές και στο εξωτερικό. Ο εν λόγω υποδείκτης υποδεικνύει ότι η ανταγωνιστικότητα έχει μειωθεί σημαντικά εντός και εκτός της ΕΕ. Ενώ οι εξαγωγές έχουν ανακάμψει στα προ της πανδημίας επίπεδα τα τελευταία τρίμηνα, φαίνεται ότι το ασθενέστερο ευρώ δεν έδωσε επιπλέον ώθηση. Το ερώτημα είναι αν αυτό σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα των τιμών ή αν το προκαλεί η εξασθένηση της παγκόσμιας ζήτησης.
Ανεξάρτητα από αυτό, δεν φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις επωφελούνται από τη βελτιωμένη REER τουλάχιστον την τρέχουσα περίοδο, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η ευρωζώνη αισθάνεται επί του παρόντος κυρίως το βάρος του αδύναμου ευρώ και αποκομίζει ελάχιστα οφέλη από αυτό.
«Αναλογιζόμενοι την κρίση του ευρώ, παρατηρήσαμε μια σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της "περιφέρειας" πριν από την κρίση. Το μεγάλο ερώτημα ήταν αν οι ασθενέστερες οικονομίες θα μπορούσαν να προβούν σε διαρθρωτικές προσαρμογές ώστε να γίνουν και πάλι πιο ελκυστικοί εξαγωγείς και με αυτό τον τρόπο να επιτύχουν πλεονάσματα. Οι επώδυνες μισθολογικές προσαρμογές ήταν μετρίως επιτυχείς στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας», σημειώνεται στην έκθεση.
Μικρά τα οφέλη για τις επιχειρήσεις από την υποχώρηση του ευρώ
Εξετάζοντας τις εξελίξεις της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας έναντι άλλων οικονομιών της ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνονται ενδιαφέρουσες διαφορές στις επιδόσεις. Η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο είδαν την ανταγωνιστικότητά τους να επιδεινώνεται, ενώ η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα είδαν βελτίωση. Η ισπανική ανταγωνιστικότητα είναι σταθερή τα τελευταία χρόνια, ενώ η Πορτογαλία έχει υποστεί σημαντική επιδείνωση. Οι εξαγωγικές ατμομηχανές της προηγούμενης δεκαετίας είδαν την ανταγωνιστικότητά τους να υποχωρεί λίγο σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εντονότερη αύξηση των μισθών, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας δεν βελτιώθηκε στο ίδιο διάστημα. Συνολικά, η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα μικρό βήμα προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης συνοχής της νομισματικής ένωσης και της μείωσης του κινδύνου μιας νέας κρίσης του ευρώ που θα προκληθεί από διαφορές στην ανταγωνιστικότητα.
Μια μετατόπιση της σχετικής ανταγωνιστικότητας είχε ήδη αρχίσει πριν από την πανδημία. Ωστόσο, ορισμένες από τις μεγάλες μετακινήσεις στην αρχή της πανδημίας πιθανόν να σχετίζονταν με τον τρόπο με τον οποίο τα προγράμματα στήριξης καταγράφονταν στα στατιστικά δεδομένα κάθε χώρας και έτσι δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα με ακρίβεια τις υποκείμενες εξελίξεις της ανταγωνιστικότητας. Αυτό φαίνεται να ισχύει για παράδειγμα για τις Κάτω Χώρες και την Ελλάδα, αλλά στην περίπτωση των Κάτω Χωρών, εξακολουθούμε να παρατηρούμε μια ρήξη με την προ της πανδημίας τάση, καθώς η ανταγωνιστικότητα του κόστους κατέληξε σε ασθενέστερο επίπεδο το δεύτερο τρίμηνο.
Δεδομένου ότι οι τιμές της ενέργειας έχουν καταστεί κυρίαρχος παράγοντας και η ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας «θολώνει» λόγω των κρατικών προγραμμάτων στήριξης, είναι χρήσιμη μια ματιά σε ένα διαφορετικό μέτρο της ανταγωνιστικότητας του κόστους. Λαμβάνοντας υπόψη τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ, έναν ευρύ δείκτη τιμών σε όλη την οικονομία, βλέπουμε ότι προκύπτει μια περίπου παρόμοια εικόνα. Και εδώ, οι Κάτω Χώρες και η Γερμανία είδαν την ανταγωνιστικότητα κόστους να επιδεινώνεται σε σύγκριση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, ενώ η Ιταλία και η Γαλλία είδαν βελτιώσεις.