Ως μία λύση ελάφρυνσης απέναντι στην εκτόξευση των τιμών αλλά και μία ενεργητική στάση απέναντι στην αναγκαία μετάβαση σε «καθαρότερες» μορφές ενέργειας αναδεικνύονται οι ενεργειακές κοινότητες που μπορούν να «ψαλιδίσουν» σημαντικά τους λογαριασμούς ρεύματος.
Οι ενεργειακές κοινότητες αποτελούν συνεταιρισμούς με στόχο την παραγωγή, αποθήκευση, ιδιοκατανάλωση, διανομή και προμήθεια ενέργειας κατά κύριο λόγο από ΑΠΕ και μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην κάλυψη με «πράσινη» και φθηνότερη ενέργεια των αναγκών καταναλωτών αλλά και φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ήδη, για παράδειγμα, δεκατρείς Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και το Πανεπιστήμιο της Περιφέρειας έχουν συγκροτήσει τη νέα Ενεργειακή Κοινότητα Δυτικής Μακεδονίας που σκοπεύει να αναδιαρθρώσει το οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο της Δυτικής Μακεδονίας, καλύπτοντας τις ενεργειακές ανάγκες φορέων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Ειδικά για τα νοικοκυριά η ετήσια ελάφρυνση των λογαριασμών του ρεύματος μπορεί να είναι σημαντική μέσω του μηχανισμού του ενεργειακού συμψηφισμού. Με άλλα λόγια, μέσω της παραγωγής από τις ΑΠΕ της κοινότητας, ένα νοικοκυριό μπορεί να δει σημαντική εξοικονόμηση σε ετήσια βάση στους λογαριασμούς ρεύματος που καλείται να πληρώσει.
Ενδεικτικά, αν θεωρήσουμε πως ένα μέσο νοικοκυριό έχει κατανάλωση που φθάνει στις 4500 kwh/ χρόνο σύμφωνα με τις προ κρίσης τιμές, με την κιλοβατώρα στα 0,15 ευρώ τότε συνολικά στο χρόνο θα είχε μία εξοικονόμηση της τάξης των 675 ευρώ τον χρόνο. Σε βάθος 25ετίας, όσο είναι ο μέσος όρος ζωής ενός φωτοβολταϊκού πάρκου και με βάση την υπόθεση ότι οι τιμές διατηρούνταν σε αυτό το επίπεδο, θα είχε συνολικά μία εξοικονόμηση της τάξεως των 16.900 ευρώ.
Με δεδομένο ότι τα έξοδα ανέρχονται σε 30 ευρώ το έτος, τότε μία αρχική επένδυση των 3.000 ευρώ για ένταξη στην κατασκευή ένος φωτοβολταϊκού πάρκου, μπορεί να αποσβεστεί σε έως μία δεκαετία.
Ωστόσο, όσο παρατείνεται η ενεργειακή κρίση και διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι τιμές, το όφελος για έναν καταναλωτή μέσω του ενεργειακού συμψηφισμού με την ένταξή του σε μία κοινότητα μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Για παράδειγμα, το ίδιο νοικοκυριό με την ίδια κατανάλωση, σε μία περίοδο που η τιμή της κιλοβατώρας ανέρχεται στα 0,25 ευρώ, θα εξοικονομήσει κατά μέσο όρο μέσα στο χρόνο περί τα 1.125 ευρώ μειώνοντας σημαντικά και το χρόνο απόσβεσης της αρχικής επένδυσης.
Το οικονομικό αυτό όφελος κρίνεται από τα μέλη των ενεργειακών κοινοτήτων ως ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, ειδικά με δεδομένο το ευρύτερο περιβάλλον όπου από το 2020 το 20% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετώπιζαν κάποια μορφή ενεργειακής φτώχειας. Παράλληλα, μία ενεργειακή κοινότητα μπορεί να οδηγήσει και στην προώθηση της ηλεκτροκίνησης, αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας.
Όπως σημειώνει ο κ. Χρήστος Βρεττός, μέλος της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης Electra Energy Cooperative ο αντίκτυπος των ενεργειακών κοινοτήτων είναι πολυεπίπεδος επηρεάζοντας θετικά το περιβάλλον και την κοινωνία. Μπορεί μεταξύ άλλων να συμβάλλουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στην προώθηση της συλλογικής δράσης και στην επαναπροσέγγιση της ενέργειας ως κοινό αγαθό και στην προσπάθεια για μία ομαλή μετάβαση σε ένα πιο «πράσινο» ενεργειακό μείγμα.
Η φαλκίδευση των ενεργειακών κοινοτήτων
Ωστόσο, παρά τα χαρακτηριστικά αυτά και τους στόχους με το θετικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό πρόσημο, στην Ελλάδα η πορεία έως σήμερα του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων έχει σχετιστεί σε μεγάλο βαθμό με δυσπιστία των πολιτών απέναντί τους. Και αυτό γιατί, όπως λέει ο κ. Βρεττός, από τις περισσότερες από 940 ενεργές κοινότητες στην Ελλάδα ελάχιστες, περί τις 30, αφορούν σε πραγματικές συλλογικές δράσεις πολιτών.
Αντίθετα, η πλειονότητα των ενεργειακών κοινοτήτων κρύβουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες για να καρπωθούν οι επενδυτές τα προνόμια που προβλέπονται για τις ενεργειακές κοινότητες, όπως η κλειδωμένη ταρίφα πώλησης και η προτεραιοποίηση για σύνδεση με το δίκτυο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Βρεττός σημειώνει ότι θα πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές για την αυστηροποίηση του πλαισίου των ενεργειακών κοινοτήτων ώστε να καθορίζεται με αυστηρότερα κριτήρια το τι συνιστά μία αυθεντική ενεργειακή κοινότητα και η προώθηση εργαλείων για την ανάπτυξή τους και η θέσπιση οικονομικών ενισχύσεων, η διασφάλιση χώρου σύνδεσης στο δίκτυο και η δημιουργία ενός συνεκτικού μοντέλου συμβουλευτικής προς τους ενδιαφερόμενους πολίτες μέσω κεντρικών υπηρεσιών.