Σε μια νέα εποχή περνούν από το 2024 οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες: όλα δείχνουν ότι καταργείται ο αυστηρός κανόνας που καθιερώθηκε το 2012 για την ετήσια μείωση χρέους από τις υπερχρεωμένες χώρες, για να καθιερωθεί ένα νέο σύστημα, όπου κάθε χώρα θα διαπραγματεύεται με την Κομισιόν τη δική της συμφωνία για τη μείωση χρέους.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης συμφωνήθηκε να μείνει «παγωμένο» και το 2023, λόγω των ειδικών συνθηκών που δημιούργησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, αμέσως μετά την «έκρηξη» ελλειμμάτων και χρέους λόγω της πανδημίας. Πλέον, έχει γίνει κοινός τόπος ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί με τη σημερινή του μορφή σε μια Ευρώπη που θα βαρύνεται με πολύ αυξημένο δημόσιο χρέος, ενώ θα πρέπει και να καλύψει τεράστια επενδυτικά προγράμματα για την πράσινη μετάβαση, ώστε να αποσυνδεθεί η βόμβα της κλιματικής κρίσης.
Κοινό μυστικό είναι ότι η Ιταλία, πρωτίστως, θα ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί σε ένα κανόνα που εντάχθηκε στο Σύμφωνο Σταθερότητας το 2012, στον απόηχο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, την οποία πυροδότησε η ελληνική κρίση. Ο λεγόμενος «κανόνας του 1/20» ορίζει ότι μια χώρα χρέος που ξεπερνά το όριο του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει κάθε χρόνο να το μειώνει τουλάχιστον κατά το 1/20 της διαφοράς από το πλαφόν. Για παράδειγμα, μια χώρα με χρέος ίσο με 100% του ΑΕΠ (διαφορά 40% από το πλαφόν) θα πρέπει να το μειώνει τουλάχιστον κατά 2% τον χρόνο.
Η Ιταλία είχε σταθεί αδύνατο ακόμη και στα χρόνια πριν την κρίση του κορονοϊού, κυρίως εξαιτίας της «αναιμικής» οικονομικής ανάπτυξης, να μειώσει το χρέος της σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα και άτυπα ο κανόνας είχε απενεργοποιηθεί, μειώνοντας την αξιοπιστία του Συμφώνου Σταθερότητας. Με το χρέος της Ιταλίας να ξεπερνά το 150% του ΑΕΠ το 2021, η ετήσια μείωση χρέους θα έπρεπε να έφθανε τις 4,5 μονάδες του ΑΕΠ, ποσοστό εντελώς εξωπραγματικό για την ιταλική οικονομία. Είναι σαφές ότι η εφαρμογή του κανόνα του 1/20 γίνεται απολύτως προβληματική και αυτός είναι ο σπουδαιότερος λόγος που έχει δημιουργηθεί συναίνεση για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Ο πρώτος μεγάλος σταθμός σε αυτή τη διαδικασία θα είναι η δημοσιοποίηση των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αρχικά αναμενόταν τον Ιούνιο. Όπως δήλωσε το Σάββατο ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πάολο Τζεντιλόνι, οι προτάσεις της Κομισιόν θα δημοσιοποιηθούν αμέσως μετά το καλοκαίρι. Θα ακολουθήσει μια μακρά διαδικασία διαβούλευσης με τις κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που θα ολοκληρωθεί ως το τέλος του 2023, ώστε να ισχύουν οι νέοι κανόνες από το 2024.
Η κεντρική ιδέα των προτάσεων της Κομισιόν
Ο επίτροπος Τζεντιλόνι έδωσε μια βασική πληροφορία για την κατεύθυνση που θα πάρει η Κομισιόν στις προτάσεις της, αν και το θέμα της αναθεώρησης του Συμφώνου είναι εξαιρετικά σύνθετο και υπάρχει μεγάλο πλήθος παραμέτρων των προτάσεων της Επιτροπής που μένει να διαμορφωθούν το επόμενο διάστημα.
Η κεντρική ιδέα των προτάσεων της Κομισιόν είναι να δημιουργηθεί ένα ευέλικτο σύστημα δημοσιονομικού ελέγχου, χωρίς τις δεσμεύσεις που θα επέβαλε η εφαρμογή του κανόνα του 1/20. Κάθε χώρα θα διαπραγματεύεται ξεχωριστά ένα εθνικό σχέδιο με δικούς της στόχους μείωσης του χρέους, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της οικονομίας της. Αυτή η διαπραγμάτευση, που θυμίζει αρκετά τις διαδικασίες των μνημονίων, θα πρέπει να οδηγεί πρώτα σε μια συμφωνία με την Κομισιόν και, ακολούθως, σε επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
«Ο δρόμος προς τη μείωση του χρέους πρέπει να γίνει πιο σταδιακός, πιο αξιόπιστος και λιγότερο επικίνδυνος για την ανάπτυξη, επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι χωρίς την ανάπτυξη η μείωση του χρέους είναι πολύ δύσκολη», τόνισε ο Ιταλός επίτροπος, προφανώς έχοντας κατά νου το οικονομικό σοκ που θα προκαλούσε στην Ιταλία μια απότομη μείωση του χρέους, σύμφωνα με τον κανόνα του 1/20.
Σε ποια βάση, όμως, θα μπορούσε να γίνει αυτή η διαπραγμάτευση εθνικών συμφωνιών για το χρέος; Ο Τζεντιλόνι απέφυγε να συζητήσει αυτές τις κρίσιμες λεπτομέρειες, όμως το τελευταίο διάστημα επικρατεί η αντίληψη στις Βρυξέλλες ότι θα πρέπει να σταματήσει να αποτελεί σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό αποτέλεσμα του προϋπολογισμού, ένα μέγεθος το οποίο προσεγγίζεται με περίπλοκους υπολογισμούς και προβλέψεις από την Κομισιόν και θεωρείται ότι δημιουργεί αδιαφάνεια και αβεβαιότητα στην εφαρμογή των κανόνων.
Επιπλέον, έχει κερδίσει έδαφος η αντίληψη ότι θα πρέπει ο σχεδιασμός να γίνεται με την επιβολή πλαφόν στις δαπάνες του προϋπολογισμού, η αύξηση των οποίων δεν θα πρέπει να ξεπερνά τον δυνητικό, μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, αλλά και με «οδηγό» την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που αλλάζουν ουσιωδώς βασικές παράμετροι της βιωσιμότητας του χρέους, όπως τα επιτόκια ή η ανάπτυξη, θα πρέπει να γίνεται και μεγαλύτερη δημοσιονομική προσπάθεια από ένα κράτος.
Τι σημαίνουν οι αλλαγές για την Ελλάδα
Η κατεύθυνση που παίρνει η συζήτηση για το Σύμφωνο Σταθερότητας φαίνεται ότι ικανοποιεί τις επιδιώξεις της Ελλάδας. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκης έχει τονίσει ότι η αλλαγή του κανόνα για το 1/20 είναι απαραίτητη: «Σήμερα υπάρχει μία υποχρέωση να καλύπτεις το ένα εικοστό της διαφοράς του χρέους σου με το 60% του ΑΕΠ, που είναι το κριτήριο, κάθε χρόνο. Όταν έχεις πολύ μεγάλο χρέος και για ένα κομμάτι δεν φταις εσύ, όπως είναι αυτό που δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια της πανδημίας, αυτή η υποχρέωση επιβάλλει να έχουμε έναν κανόνα ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές εξελίξεις στην οικονομία, είναι δηλαδή ένα αυθαίρετο νούμερο. Εκεί λοιπόν, αυτός ο αριθμός είναι ένας θεμελιώδης αριθμός που πρέπει να αλλάξει».
Πέρα από τον κανόνα αυτό, πάντως, για την Ελλάδα θα παίξει μεγάλο ρόλο σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, που δημιουργεί πολύ σοβαρούς περιορισμούς και «κλειδώνει» τη δημοσιονομική πολιτική σε αυστηρή κατεύθυνση, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη του κανόνα για το 1/20, που ενδεχομένως να δημιουργούσε υπερβολικές απαιτήσεις ετήσιας προσαρμογής.
Στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Επιτροπή ξεκαθάρισε ότι θα χρειασθεί πολύ υψηλό μέσο πρωτογενές πλεόνασμα την περίοδο έως το 2060, ώστε να παραμείνει το χρέος βιώσιμο. Ύστερα και από ορισμένες μεθοδολογικές προσαρμογές που έκανε στην ανάλυση, η Κομισιόν υπολόγισε ότι θα απαιτηθεί ένα μέσο πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2023 – 2060, ενώ στην αμέσως προηγούμενη ανάλυση το υπολόγιζε σε 2,2%. Ακόμη και με αυτό το πλεόνασμα, μόνο μετά το 2050 θα υποχωρήσει το χρέος κάτω από το όριο του 60% του ΑΕΠ.