Μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και αύξηση διακανονισμών και απλήρωτων λογαριασμών καταγράφονται το τελευταίο διάστημα, καθώς η κρίση των τιμών της ενέργειας εντείνει τις πιέσεις στην αγορά, με τους καταναλωτές να δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τους λογαριασμούς τους.
Ενδεικτική της κατάστασης στην αγορά σήμερα είναι η αναφορά στα αποτελέσματα του α’ τριμήνου 2022 της ΔΕΗ όπου σημειώνεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό καταγράφηκε αύξηση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις πελατών ύψους 45,9 εκατ. ευρώ έναντι 2,1 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο 2021.
Μπορεί το απόλυτο ποσό των επισφαλών απαιτήσεων στη ΔΕΗ να είναι πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδα όπου είχε εκτοξευθεί στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, όμως το γεγονός ότι αυξήθηκαν σχεδόν κατά 22 φορές σε 12μηνη βάση δείχνει ότι αναπτύσσεται μια ανησυχητική δυναμική.
Παράλληλα, όπως επισημαίνει πηγή μη καθετοποιημένης εταιρείας, οι διακανονισμοί έχουν ήδη τριπλασιαστεί τους τελευταίους μήνες και, παρότι έως σήμερα εξυπηρετούνται, οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν θα υπάρξει ένα νέο κύμα απλήρωτων λογαριασμών.
Όπως τονίζει, μπορεί η ρύθμιση να δημιουργεί μια απαίτηση άτοκων δόσεων, όμως η μη έγκαιρη αποπληρωμή τους οδηγεί σε πρόσθετη επιβάρυνση καταβολής τόκων από τους υπόχρεους καταναλωτές. Ωστόσο, πηγές της αγοράς αναφέρουν ότι είναι δύσκολο, ακόμα και με διακανονισμό, για πολλούς καταναλωτές να παραμείνουν τυπικοί στις υποχρεώσεις τους και πολλοί δυσκολεύονται ήδη από το πρώτο τρίμηνο της ρύθμισης καθώς συνεχίζουν να έρχονται και οι επόμενοι λογαριασμοί.
Επιπρόσθετα, αυξάνονται και οι χρόνοι αποπληρωμής μετά τη λήξη του λογαριασμού και για εκείνους που δεν χρειάζονται τη λύση του διακανονισμού. Ήδη υπολογίζεται ότι 5% των καταναλωτών αποπληρώνουν τον λογαριασμό 7 ημέρες μετά τη λήξη του. Όπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη χωρίς τις κρατικές επιδοτήσεις, όχι μόνο για την ικανότητα αλλά κυρίως και για τη διάθεση αποπληρωμής από πλευράς καταναλωτών.
Σε αυτό το περιβάλλον πίεσης για τα νοικοκυριά δεν είναι τυχαία η μείωση της κατανάλωσης ρεύματος κατά 6,7% που κατέγραψε στο ενημερωτικό του δελτίο για τον Απρίλιο ο ΑΔΜΗΕ. Αντίστοιχα ήταν, εξάλλου, και τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε το ΙΕΛΚΑ όπου αναφερόταν ότι το 60% του κοινού δηλώνει ότι έχει μειώσει το τελευταίο διάστημα την κατανάλωση ρεύματος.
Την ίδια ώρα, έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι διαμαρτυρίες προς τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για τις χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής με τον αριθμό των παραπόνων που συγκεντρώνονται κάθε εβδομάδα να είναι τετραψήφιος.
Μιλώντας πρόσφατα στη Βουλή, ο Πρόεδρος της ΡΑΕ, Αθ. Δαγούμας σημείωσε ότι μόνο μέσα σε 4 μήνες, από τον Ιανουάριο έως και τον Μάιο τα παράπονα που έφτασαν στην Αρχή εκτοξεύθηκαν από 1.363 σε 6.537. Το 65% αυτών αφορούσαν προμηθευτές, το 7% διαχειριστές και το 28% αφορούσαν ταυτόχρονα και τον πάροχο ενέργειας και τον διαχειριστή του δικτύου (τον ΔΕΔΔΗΕ) και πλέον αποτελούν το 28%. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στο 89% αφορούσαν στο ηλεκτρικό ρεύμα ενώ το 42% των πολιτών έχει απορρίψει την απάντηση που έλαβε.
Στο περιβάλλον αυτό, αυξάνονται παράλληλα και οι εντολές διακοπής ηλεκτροδότησης. Μόνο έως τον Απρίλιο, στην Αττική ξεπερνούσαν τις 500 την ημέρα. Μιλώντας στο Business Daily, ο Πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, κ. Γιώργος Αδαμίδης κάνει λόγο για έως 1.000 εντολές διακοπής ρεύματος καθημερινά ενώ τονίζει ότι από πέρυσι τον Αύγουστο, όταν και η ΔΕΗ που κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο της λιανικής εισήγαγε τη ρήτρα αναπροσαρμογής, υπάρχει μία αύξηση των διακανονισμών κατά 70% και μία αυξητική τάση στις εντολές διακοπής αλλά και στις αποκοπές. Αυξημένη είναι επίσης και η είσοδος καταναλωτών στην Καθολική Υπηρεσία που σύμφωνα με πληροφορίες φτάνουν έως και τους 5.000 το μήνα ήδη από την αρχή της χρονιάς.
Αυξάνοντας την πίεση για να δοθεί μία λύση στο ζήτημα των αυξημένων τιμών πολλοί είναι οι καταναλωτές που στρέφονται στη λύση των συλλογικών αγωγών κατά των παρόχων θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Ήδη υπάρχουν δύο προσωρινές διαταγές από το Πρωτοδικείο Αθηνών που απαγορεύουν τη διακοπή ρεύματος λόγω μη αποπληρωμής της ρήτρας αναπροσαρμογής ενώ ΕΚΠΟΙΖΩ και ΙΝΚΑ έχουν ήδη προχωρήσει σε συλλογικές αγωγές κατά των παρόχων σημειώνοντας και τις πρώτες «νίκες». Όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή της η ΕΚΠΟΙΖΩ δύο ημέρες πριν συζητηθεί η πρώτη συλλογική αγωγή για την ακύρωση της ρήτρας αναπροσαρμογής, όπως τη χρησιμοποιούσε εναλλακτικός προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και άλλων καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ο προμηθευτής ενημέρωσε ότι προχώρησε σε εκτεταμένες αλλαγές στις συμβάσεων που συνάπτει με καταναλωτές. Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι τροποποίησε τη ρήτρα αναπροσαρμογής και ορισμένες από τις τροποποιήσεις που επέφερε φαίνεται ότι βρίσκονται στην κατεύθυνση της τήρησης της αρχής της διαφάνειας.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει μία λύση στην επιβάρυνση των καταναλωτών από τις αυξημένες τιμές ενέργειας προχωρώντας στην αναδρομική επιστροφή έως 600 ευρώ σε φυσικά πρόσωπα με καθαρό οικογενειακό εισόδημα του 2020 έως 45.000 ευρώ, για τον λογαριασμό κατανάλωσης της κύριας κατοικίας και της κατοικίας των φοιτητών που σπουδάζουν στο εσωτερικό, με κυμαινόμενα τιμολόγια προμήθειας, της περιόδου 1.12.2021 - 31.5.2022. Η ενίσχυση αντιστοιχεί στο 60% της αύξησης των λογαριασμών ρεύματος αφού αφαιρεθούν οι εκπτώσεις που έχουν χορηγήσει οι προμηθευτές και η επιδότηση από το Δημόσιο.
Παράλληλα, με το σχέδιο αναδιάρθρωσης της αγοράς ρεύματος από την 1η Ιουλίου – εφόσον εγκριθεί από την ΕΕ – η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να επαναφέρει την τιμή της λιανικής στα προ κρίσης επίπεδα, στα 0,15 ευρώ ανά μεγαβατώρα, συγκεντρώνοντας 1,6 δισ. ευρώ για να καλύψει τις επιδοτήσεις κατά το β΄εξάμηνο του 2022. Με τη διαδικασία αυτή η κυβέρνηση θα μπορεί να συγκεντρώνει από την αρχή – από την πηγή – τα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών και στη συνέχεια να τα διοχετεύει στους καταναλωτές μέσω των επιδοτήσεων.
Ειδικότερα, το σχέδιο που τελικά θα σταλεί στην Κομισιόν για τελική έγκριση προβλέπει την επιβολή πλαφόν για την αποζημίωση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση το πραγματικό κόστος της παραγωγής τους, ώστε να παίρνει το κράτος στην πηγή τα υπερκέρδη των εταιρειών και να τα αξιοποιεί για παροχή επιδοτήσεων στους καταναλωτές. Το κόστος αυτό θα καθορίζεται ανά τεχνολογία για τις μονάδες που συμμετέχουν στη χονδρεμπορική αγορά. Για τις μονάδες φυσικού αερίου θα λαμβάνεται υπόψη η χρηματιστηριακή τιμή του καυσίμου και οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών, οι οποίες θα λαμβάνονται υπόψη και για τις λιγνιτικές μονάδς.
Στη συνέχεια, η διαφορά αυτή μεταξύ της αποζημίωσης και της χρηματιστηριακής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας θα μεταφέρεται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) και θα δεσμεύεται για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης των καταναλωτών για την αντιστάθμιση των επιπτώσεων της διεθνούς ενεργειακής κρίσης.