Το «παπούτσι» από τον τόπο τους εμπιστεύονται οι Ευρωπαίοι καταναλωτές, οι οποίοι τάσσονται υπέρ των τοπικών προϊόντων διατροφής και δη μικρομεσαίων παραγωγών, με τους Ιταλούς και τους Έλληνες να εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά προτίμησης στα εγχωρίως παραγόμενα είδη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικής έρευνας που πραγματοποίησε η εταιρεία IRI σε εφτά ευρωπαϊκές αγορές (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Ελλάδα) προκύπτει ότι το 68% των καταναλωτών έχουν ξεκάθαρη προτίμηση στα τοπικά προϊόντα.
Μετά την Ιταλία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 83%, έρχεται η Ελλάδα, με σχεδόν 8 στους δέκα καταναλωτές, ήτοι ποσοστό 76% να δηλώνουν ότι προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα. Το χαμηλότερο ποσοστό «τοπικισμού» σε ο,τι αφορά στην επιλογή ειδών διατροφής εμφανίζει η Ολλανδία, καθώς 1 στους 2 καταναλωτές δεν φέρεται να απασχολείται για την «καταγωγή» των προϊόντων που θα επιλέξει.
Σε ό,τι αφορά στους λόγους για τους οποίους οι καταναλωτές επιλέγουν εγχωρίως παραγόμενα είδη διατροφής, στην πρώτη τριάδα «φιγουράρουν» ο παράγοντας της στήριξης των μικρών παραγωγών, η καλύτερη ποιότητα που τους αποδίδουν οι καταναλωτές αλλά και η γευστική υπεροχή τους.
Ειδικά στις προτιμήσεις των Ελλήνων, το 70% δηλώνει ότι επιλέγει ελληνικά για να υποστηρίξει τους εγχώριους μικρούς παραγωγούς, όταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό κυμαίνεται στο 53%. Αντίστοιχα, το 63% των Ελλήνων εκτιμά ότι τα τοπικά είδη έχουν καλύτερη ποιότητα και το 57% δηλώνει ότι υπερέχουν σε γεύση.
Εξίσου σημαντικό εύρημα είναι ότι το 38% των Ελλήνων ερωτηθέντων εκτιμά ότι τα τοπικά προϊόντα είναι πιο υγιεινά, ενώ το 29% τα επιλέγει για το οικολογικό τους «αποτύπωμα» το οποίο εκτιμάται ότι είναι μικρότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά μέσο όρο στις εξεταζόμενες αγορές το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης ως λόγος επιλογής των τοπικών προϊόντων εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με την ελληνική αγορά καθώς διαμορφώνεται στο 32%.
Τα πορίσματα της IRI αποτελούν ακόμα μια επιβεβαίωση αρκετών ερευνών που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, ενδυναμώνοντας τους υποστηρικτές της άποψης ότι «τα τοπικά προϊόντα έχουν τη δυναμική εκείνη που χρειάζεται, ώστε να θεωρηθούν ως ένα κατάλληλο εργαλείο ανάπτυξης της οικονομίας», προκαλώντας «πονοκέφαλο» τις ισχυρές πολυεθνικές βιομηχανίες που φέρεται να υστερούν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο των καταναλωτών.
Στον αντίποδα η συγκεκριμένη τάση αποτελεί ισχυρό «όπλο» για τους εγχώριους παίχτες της βιομηχανίας τροφίμων, που αποκτούν ένα υπερπρονόμιο, αυτό της ελληνικότητας, ενώ παράλληλα ανοίγει τις αναπτυξιακές προοπτικές για τους μικρομεσαίους του κλάδου.
Μολονότι ο παράγοντας τιμής εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κριτήριο επιλογής, η διαφαινόμενη τάση, που επίσης έχει καταγραφεί από πρόσφατες έρευνες, θέλει τους καταναλωτές να εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να δαπανήσουν περισσότερα για κάποιο προϊόν διατροφής το οποίο θεωρούν ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στα δικά τους ποιοτικά στάνταρς.
«Το τοπικό προϊόν λειτουργεί με έναν τρόπο πολυδιάστατο, καθώς αναδεικνύει, διατηρεί, προστατεύει και προσθέτει στον ίδιο τον τόπο, στο κοινωνικό σύνολο και στον πολιτισμό του», αναφέρει ο Απόστολος Γούλας, οικονομολόγος MSc, υπ. διδάκτορας Αγροτικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας προσθέτοντας ότι «οι ελληνικές επιχειρήσεις οφείλουν να στραφούν και να επενδύσουν στα τοπικά προϊόντα, ενώ θα πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός του μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης με βάση τις παγκόσμιες προκλήσεις και τις τάσεις όπως αυτές διαμορφώνονται στην παγκόσμια αγορά, αλλά και με γνώμονα τα μοναδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής υπαίθρου».