Στη δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να συνεχίσουν την πορεία ανάταξης των ισολογισμών τους και στις προοπτικές ενίσχυσης της πιστωτικής επέκτασης εστιάζει ο οίκος Moody's, διατηρώντας τη θετική αξιολόγηση των προοπτικών του τραπεζικού συστήματος, παρά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών.
Ο οίκος εκτιμά ότι οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες και οι πληθωριστικές πιέσεις είναι πιθανό να περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη το 2022, αλλά είναι πιθανή η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2023, με σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης.
Οι τράπεζες, αναφέρει η Moody's, εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν πλήρως τα σχέδια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), ώστε να βελτιώσουν περαιτέρω την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων τους.
Η ισχυρή ζήτηση εταιρικών πιστώσεων θα συνεχιστεί, στηρίζοντας την ποιότητα του ενεργητικού και τη λειτουργική κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, ενώ οι ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων για μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα είναι σημαντικά χαμηλότερες.
Τα επίπεδα κεφαλαίου θα σταθεροποιηθούν επειδή οι τράπεζες ενέγραψαν εκ των προτέρων το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών από τιτλοποιήσεις ΜΕΑ την περίοδο 2020-21. Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα θα παραμείνουν υγιείς, καθώς αυξάνονται οι καταθέσεις των πελατών.
Η Moody's προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3% το 2022 και 4,3% το 2023, μετά από συρρίκνωση 9% το 2020 και ανάκαμψη 8,3% το 202. Η ανάκαμψη θα έλθει ως αποτέλεσμα της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών και των ισχυρών επιδόσεων της τουριστικής βιομηχανίας.
Η ελληνική οικονομία εισήλθε το 2022 με ισχυρή δυναμική και μια συνεχή ανάκαμψη πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η στρατιωτική σύγκρουση έχει προκαλέσει αύξηση στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη το 2022.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εισφέρει κεφάλαια στην Ελλάδα μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Αυτό είναι πιθανό να συμβάλει στην αύξηση των πιστωτικών ροών και να μετριάσει τους κινδύνους κατά τους επόμενους 12-18 μήνες.
Η ποιότητα των δανείων θα βελτιωθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες συνεχίζουν να μειώνουν τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα. Οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα ΜΕΑ το 2021, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων και σχεδιάζουν να συνεχίσουν την πρακτική αυτή το 2022.
Το σχέδιο «Ηρακλής», ένα καθεστώς προστασίας περιουσιακών στοιχείων που λειτουργεί από το τέλος του 2019 και έχει παραταθεί έως τον Οκτώβριο του 2022, αποτελεί σημαντικό βήμα για την εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών και έχει συμβάλει στην επιτάχυνση της μείωσης των ΜΕΑ, τονίζει η Moody's.
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σε περίπου 10% τον Δεκέμβριο του 2021 από 33% στο τέλος του
το 2020 και μέγιστη τιμή 49% τον Δεκέμβριο του 2016. Παρά τη μείωση, παραμένει ένας από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ. Όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν στόχο μονοψήφιο δείκτη ΜΕΑ τους επόμενους 12-18 μήνες, με δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες να αναφέρουν ήδη δείκτες περίπου 7% από τον Δεκέμβριο του 2021.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν πρόσθετα κυβερνητικά μέτρα στήριξης, που θα βοηθήσουν στον μετριασμό των αρνητικών
επιπτώσεων από τις πληθωριστικές πιέσεις στους ευάλωτους δανειολήπτες. Επιπλέον, ο νέος δανεισμός προς τις εταιρείες κερδίζει έδαφος (η καθαρή ροή πιστώσεων στις επιχειρήσεις αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 3,8% τον Δεκέμβριο 2021), ενώ θα συμβάλει επίσης στη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών.
Τα επίπεδα κεφαλαίου θα σταθεροποιηθούν επειδή οι πιστωτικές ζημίες έχουν εγγραφεί εμπροσθοβαρώς. Τα επίπεδα κεφαλαίου θα είναι σε γενικές γραμμές σταθερά μετά από κάποια εξάντληση των τελευταίων ετών λόγω τιτλοποιήσεων, παραμένοντας πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανέφεραν μέσο δείκτη βασικών κεφαλαίων (CET1) περίπου 14% και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 16,6% τον Δεκέμβριο του 2021, με υποστήριξη από ορισμένες αυξήσεις κεφαλαίου, απομόχλευση και πώληση στοιχείων ενεργητικού τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, το υψηλό επίπεδο αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων θα συνεχίσει να υπονομεύει την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, καθώς αντιστοιχούν σε ποσοστό άνω του 50% των κεφαλαίων κατά μέσο όρο.
Η κερδοφορία θα αυξηθεί μετά από σημαντικές απώλειες τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες μετατοπίζουν σταδιακά την προσοχή τους στη βελτίωση της διαρθρωτικής κερδοφορίας, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Παρά τις αναμενόμενες πιέσεις στα περιθώρια κέρδους των τραπεζών και τα έσοδα από τόκους από τις πωλήσεις ΜΕΔ, η Moody's περιμένει ότι ο νέος δανεισμός, τα υψηλότερα έσοδα προμηθειών, ο περιορισμός του κόστους και οι χαμηλότερες προβλέψεις απώλειας δανείων θα στηρίξουν τα κέρδη των τραπεζών τους επόμενους 12-18 μήνες.
Όλες οι τράπεζες έχουν ως στόχο να επιτύχουν απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) κοντά στο 10% έως το 2024 και έχει ήδη ανέλθει στο 6%-7% το 2021. Η αύξηση της απόδοσης κεφαλαίων θα επιτρέψει στις τράπεζες να αρχίσουν να καταβάλλουν μερίσματα μετά από περισσότερο από μια δεκαετία.
Η δομή χρηματοδότησης και η ρευστότητα θα παραμείνουν υγιείς καθώς αυξάνονται οι καταθέσεις των πελατών και παρέχεται χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Υπήρξαν ισχυρές αυξήσεις στις καταθέσεις πελατών κατά την περίοδο 2020-21 (14% το 2020 και 10% το 20212) μειώνοντας σημαντικά τους δείκτες δανείων/καταθέσεων, σε ποσοστό χαμηλότερο από το 70%, ενώ χρηματοδότηση της ΕΚΤ αντλήθηκε με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που είναι αποδεκτά ως εξασφάλιση. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανέφεραν μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας 195% τον Δεκέμβριο του 2021.
Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε διεθνείς κεφαλαιαγορές από το 2019, εκδίδοντας κυρίως ομόλογα ανώτερης εξασφάλισης, τα οποία θα τους επιτρέψουν να καλύψουν τις εποπτικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) μέχρι το 2025.