Με το βλέμμα στραμμένο σε νέα έξοδο στις αγορές βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, υπό την πίεση και των αυξημένων δαπανών χρηματοδότησης των πρόσθετων παρεμβάσεων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την πληθωριστική καταιγίδα που μειώνουν τη στάθμη της δεξαμενής των ταμειακών διαθεσίμων του Δημοσίου.
Αν και στο διεθνές περιβάλλον επικρατεί αβεβαιότητα με τα επιτόκια να ακολουθούν ανοδική πορεία, τα αρμόδια στελέχη θεωρούν ότι πρέπει να παραμείνει ενεργή η επαφή με τις διεθνείς αγορές, κάνοντας λόγο για εγρήγορση και ετοιμότητα καθώς εκφράζονται φόβοι ότι η κατάσταση στο μέτωπο των επιτοκίων ενδέχεται να επιδεινωθεί τους επόμενους μήνες, ωθώντας σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα το κόστος δανεισμού.
Οι τελικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν τις επόμενες μέρες και σε κάθε περίπτωση μετά την αξιολόγηση για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από τη Standard & Poor's τη Μεγάλη Παρασκευή, με το βασικό σενάριο να προβλέπει την άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές ύψους 2 δις. ευρώ με πενταετές ή επταετές ομόλογο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο περιθώριο του συνεδρίου της Capital Link στη Νέα Υόρκη ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας συναντήθηκαν με εκπροσώπους επενδυτικών κεφαλαίων και πιστοληπτικών οίκων, ενόψει μιας νέας ελληνικής έκδοσης. Βασικός στόχος είναι η πραγματοποίηση κινήσεων οι οποίες θα πείσουν τους οίκους αξιολόγησης να ανεβάσουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.
Στο υπουργείο Οικονομικών τονίζουν ότι στα θετικά της χώρας είναι τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, περί τα 38 δισ. ευρώ, που λειτουργούν ως εξασφάλιση για τους ξένους επενδυτές, οι ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές λόγω της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και η τροχιά αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS αναβάθμισε τον περασμένο Μάρτιο το ελληνικό αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒ (υψηλό) από ΒΒ και άλλαξε την προοπτική του σε σταθερή από θετική. Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη του οίκου ότι η Ελλάδα συνεχίζει να κάνει πρόοδο στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και παραμένει πλήρως δεσμευμένη στη δημοσιονομική προσαρμογή.
«Υπάρχουν πολλές παράμετροι και άγνωστοι Χ που θα κρίνουν αν και πότε θα βγούμε εκ νέου στις αγορές», έλεγε χαρακτηριστικά κυβερνητική πηγή, σημειώνοντας ότι η εξίσωση είναι εξαιρετικά δύσκολη και το εγχείρημα απαιτεί προσεκτικά βήματα. Σκεπτικισμό και διστακτικότητα δημιουργεί και το γεγονός ότι η απόδοση του 10ετούς βρίσκεται κοντά στο 3% πράγμα που καθιστά αδύνατη τη χρηματοδότηση του Δημοσίου με τα χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων εκδόσεων. Η πρώτη έξοδος στις αγορές για το 2022 είχε γίνει τον περασμένο Ιανουάριο με την έκδοση 10ετους ομολόγου, όπου άντλησε 3 δισ. ευρώ με επιτόκιο 1,83%.
Μέχρι στιγμής πάντως η αύξηση του κόστους δανεισμού έχει βάλει στον πάγο τον αρχικό σχεδιασμό για το χρονοδιάγραμμα, το ύψος και τη διάρκεια των νέων εκδόσεων ομολόγων με το υπουργείο Οικονομικών προς το παρόν τουλάχιστον να καλύπτει τις αυξημένες δαπάνες για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης από το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων.
Επισημαίνεται ότι, με βάση τις εκτιμήσεις που έγιναν στο τέλος του χρόνου και αναθεωρούνται τώρα, οι δανειακές ανάγκες ανέρχονται σε 24,8 δισ. και το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να καλύψει 8 δισ. ευρώ σε αποπληρωμές ομολόγων, 4,7 δισ. ευρώ σε τόκους, να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα των 2,7 δισ. ευρώ και να πληρώσει 4,3 δισ. για τις υποχρεώσεις του κράτους.