Στον απόηχο του κύματος της πανδημίας και ενώ οι οικονομίες επιστρέφουν σταδιακά σε πιο φυσιολογικές συνθήκες, οι κυβερνήσεις ανά την υφήλιο βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα οξύ πρόβλημα, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να απειλήσει και την παραμονή τους στην εξουσία. Πρόκειται για την εκρηκτική, σε ορισμένες περιπτώσεις, αύξηση στις τιμές των τροφίμων.
Η αύξηση των τιμών έφθασε στο 33% τον Αύγουστο, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), ενώ αναμένεται ότι η πορεία αυτή θα συνεχιστεί, καθώς ένας συνδυασμός παραγόντων συντηρεί την ενίσχυση.
Η πορεία του δείκτη τιμών τροφίμων του FAO
Αύξηση των ναύλων μεταφοράς, των τιμών λιπασμάτων, «μπλοκάρισμα» σε αρκετά λιμάνια με τα containers να περιμένουν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα πριν φορτωθούν αλλά και έλλειψη εργατικού δυναμικού για τη συγκομιδή, είναι οι βασικές αιτίες, ενώ σε ορισμένες χώρες καταγράφεται και πρόβλημα εισαγωγής τροφίμων, λόγω της βύθισης των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων.
Η πρώτη κίνηση εκ μέρους των κυβερνήσεων είναι να ασκήσουν πιέσεις στους μεταπωλητές να μειώσουν τις τιμές ή να προχωρήσουν σε αυξήσεις κάποιων επιδομάτων, αποφάσεις που θα δώσουν κάποια λύση αλλά αυτή θα είναι βραχυπρόθεσμη, καθώς τέτοιου είδους βοήθεια δεν μπορεί να διαρκέσει επ’ αόριστον, ιδιαίτερα σε χώρες που έχουν υπογράψει συγκεκριμένες συμφωνίες για το διεθνές εμπόριο και την ελεύθερη διακύμανση των τιμών στις αγορές. «Οι κυβερνήσεις μπορούν να παρέμβουν και να στηρίξουν την πτώση των τιμών. Αλλά αυτό μπορούν να το κάνουν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όχι για πάντα», εξηγεί ο Κούλεν Χέντριξ, στέλεχος του Peterson Institute for International Economics.
Η έλλειψη εργατικών χεριών
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg, στο Βιετνάμ ο στρατός αναγκάστηκε να βοηθήσει προκειμένου να ολοκληρωθεί η συγκομιδή ρυζιού. Στη Βρετανία οι αγρότες πετούν το γάλα, καθώς υπάρχει έλλειψη φορτηγών για τη μεταφορά του. Στη Βραζιλία ο καφές ποιότητας robusta, λόγω των καιρικών συνθηκών αλλά και της έλλειψης εργατών, «μαζεύθηκε» 120 ημέρες μετά την ωρίμανσή του, έναντι 90 ημερών που είναι το σύνηθες.
Την ίδια ώρα στις ΗΠΑ οι εταιρείες παραγωγής και επεξεργασίας κρέατος προσπαθούν να δελεάσουν νέους εργαζόμενους προσφέροντας ως bonus ακόμη και «έξυπνα» ρολόγια της Apple, ενώ οι τιμές στις αλυσίδες fast food συνεχώς αυξάνουν.
Η πορεία των τιμών σε συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων
Όσο περίεργο και εάν φανεί το σύνολο της αλυσίδας του κλάδου τροφίμων, από τα σφαγεία έως τις αποθήκες και από τις εταιρείες μεταφοράς έως τους σερβιτόρους σε εστιατόρια, βρίσκεται αντιμέτωπο με έλλειψη εργατικού δυναμικού. Αρκετές εταιρείες, όπως είναι φυσικό, σπεύδουν να αυξήσουν τις αποδοχές, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις και σε διψήφιο ποσοστό, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση το έξτρα βάρος κάποια στιγμή θα «φορτωθεί» στον τελικό καταναλωτή.
Στις χώρες παραγωγής το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Για παράδειγμα η Μαλαισία, ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός φοινικέλαιου παγκοσμίως, έχει χάσει το 30% της παραγωγής της, καθώς η συγκομιδή δεν έγινε όταν έπρεπε. Στο νότιο Βιετνάμ η παραγωγή γαρίδας (στην οποία είναι κορυφαίας εξαγωγέας η χώρα) έχει υποχωρήσει έως και 70% σε σύγκριση με τα επίπεδα προ πανδημίας. Στη νότιο Ιταλία, εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής που προκάλεσε ακραίο καύσωνα αλλά και της έλλειψης μέσων μεταφοράς μεγάλο τμήμα της παραγωγής ντομάτας καταστράφηκε.
«Είμαι σε αυτήν την επιχείρηση από τη δεκαετία του ’80, αλλά δεν έχω δει ποτέ μια τέτοια κατάσταση», δήλωσε ο Μικέλε Φεραντίνο, μιλώντας στο Bloomberg, Michele Ferrandino, αγρότης στη Foggia και προσέθεσε «οι ντομάτες είναι πολύ φθαρτά αγαθά. Δεν υπήρχαν αρκετά φορτηγά για να μεταφέρουν την καλλιέργεια στις μονάδες επεξεργασίας, εκείνες τις κρίσιμες ημέρες της συγκομιδής».
Η απασχόληση στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων μπορεί σίγουρα να είναι δύσκολη. Είτε πρόκειται για μόνιμη συλλογή φράουλας, ανασφαλής εργασία στο σφαγείο ή για το γρήγορο περιβάλλον υψηλής πίεσης της κουζίνας ενός εστιατορίου, πολλές δουλειές είναι φυσικά επιβαρυντικές, βραχυπρόθεσμες, κακοπληρωμένες ή συνδυασμός και των τριών.
Και το ζήτημα δεν θα εξαφανιστεί όταν τελειώσει η πανδημία: Το μερίδιο των εργαζομένων που απασχολούνται στη Γεωργία μειώνεται εδώ και δεκαετίες εν μέσω μετατόπισης σε πόλεις και στον κλάδο υπηρεσιών.