Σε πολιορκία από τις υψηλές τιμές του ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά έχουν μπει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, καθώς συνεχίστηκε και τον Ιούλιο η ξέφρενη αύξηση της χονδρικής τιμής του ρεύματος, που εκτινάχθηκε 37% υψηλότερα από τον μέσο όρο του Ιουνίου, ενώ και τον Ιούνιο η αύξηση, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, είχε ξεπεράσει το 30%.
Ένας συνδυασμός επιβαρυντικών παραγόντων εκτόξευσαν τον Ιούλιο τη μέση τιμή χονδρικής στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, καθώς διαμορφώθηκε στα 113,47 ευρώ/MWh. Από την έναρξη του καλοκαιριού, η τιμή του ρεύματος έχει μπει σε... λωρίδα υψηλής ταχύτητας: όπως έγραψε το Business Daily, από 63 ευρώ τον Μάιο, εκτινάχθηκε στα 83 ευρώ τον Ιούνιο, ενώ τώρα έχει ξεπεράσει και τα 100 ευρώ τον Ιούλιο, επίπεδο σχεδόν τριπλάσιο από την αντίστοιχη τιμή του περασμένου καλοκαιριού, όταν η πανδημία ακόμη ασκούσε πίεση στην τιμή χονδρικής.
Αυτές οι αυξήσεις συνδέονται και με ορισμένους προσωρινούς παράγοντες που επιδρούν στο κόστος του ρεύματος, όπως η μεγάλη ζήτηση λόγω των εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών και η περιορισμένη παραγωγή των ανανεώσιμων πηγών τους καλοκαιρινούς μήνες. Ωστόσο, υπάρχουν και παράγοντες, όπως η μεγάλη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, αλλά και των δικαιωμάτων Co2 στην Ευρώπη, οι οποίοι θα έχουν σοβαρή επίδραση σε πιο μακρύ χρονικό ορίζοντα, διαμορφώνοντας ένα νέο τοπίο για τους καταναλωτές.
Πολλοί αναλυτές τονίζουν ότι τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη μετάβαση σε «πράσινες» μορφές ενέργειας θα οδηγήσουν σε μονιμοποίηση υψηλότερων τιμών ρεύματος, καθώς θα αυξάνονται συνεχώς οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων, με την προοπτική να φθάσουν ως το τέλος της δεκαετίας από τα 50 στα 100 ευρώ, ενώ η ισχυρή ζήτηση για φυσικό αέριο, που είναι το μεταβατικό καύσιμο πριν καλυφθούν πλήρως οι ανάγκες από τις ΑΠΕ, θα κρατήσει σε υψηλότερα επίπεδα τις τιμές του τα επόμενα χρόνια.
Για τους περισσότερους κατανλωτές, που έχουν περάσει πλέον σε συμβόλαια με ρήτρα χονδρικής, οι αυξήσεις που σημειώνονται από τον Ιούνιο και μετά ενεργοποιούν τον αυτόματο μηχανισμό αύξησης στις χρεώσεις, ο οποίοες ενεργοποιείται κατά κανόνα σε επίπεδα τιμών άνω των 70 ευρώ/MWh. Μάλιστα, πολλοί καταναλωτές δυσκολεύονται να κατανοήσουν το μηχανισμό διαμόρφωσης των χρεώσεων σε κάθε λογαριασμό και θα βρεθούν προ εκπλήξεων το επόμενο διάστημα.
Έχοντας επίγνωση αυτού του προβλήματος, όπως έγραψε το Business Daily, η ΡΑΕ επιχειρεί να θέσει νέους κανόνες παιχνιδιού στην αγορά του ρεύματος, με μέτρα όπως η επιβολή πλαφόν στις μηνιαίες αυξήσεις των τιμολογίων που συνδέονται με την τιμή χονδρικής.
Η ΡΑΕ έθεσε σε διαβούλευση τις σχετικές προτάσεις της (δείτε εδώ το πλήρες κείμενο) ως το τέλος Αυγούστου και, ακολούθως, θα λάβει αποφάσεις για τους νέους κανόνες. Για να αντιμετωπιστεί, εν μέρει, το πρόβλημα με τις αυξήσεις των τιμών χονδρικής, η ΡΑΕ προτείνει στα προϊόντα κυμαινόμενου τιμολογίου οι πάροχοι να είναι υποχρεωμένοι να προσδιορίζουν εκ των προτέρων ένα ανώτατο όριο μεταβολής, για παράδειγμα +-30%, ώστε όταν υπάρχουν μεγάλες αναπροσαρμογές της τιμής χονδρικής να μην περνά ολόκληρη η επιβάρυνση στον καταναλωτή.
Όπως εξηγεί η ΡΑΕ, η πρόβλεψη ενός κυμαινόμενου τιμολογίου, το οποίο όμως θα εκθέτει τους καταναλωτές μέχρι έναν ορισμένο βαθμό, εκ των προτέρων γνωστό, στους κινδύνους της χονδρεμπορικής αγοράς θα συμβάλει σημαντικά στον διττό στόχο της προστασίας των καταναλωτών αλλά και του υγιούς ανταγωνισμού.
Πέραν της πρότασης αυτής, η ΡΑΕ προτείνει την κατάργηση του παγίου (ή κάθε άλλης παρεμφερούς επιβάρυνσης) σε όλους τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και την κατάργηση της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης (είτε για λόγους αλλαγής προμηθευτή είτε για λόγους τερματισμού της σύμβασης και αποσύνδεσης του μετρητή).