Μια ευχάριστη έκπληξη κρύβει η νέα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία: το Ταμείο αποσύρει την, πολυσυζητημένη στο παρελθόν, εκτίμησή του ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος πιθανότατα δεν είναι βιώσιμο σε μακροχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή μετά το 2030. Πλέον, η μόνη «πρόβλεψη» που κάνει το ΔΝΤ για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους είναι ότι υπάρχει τόσο μεγάλη αβεβαιότητα, που... δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη.
Υπενθυμίζεται ότι, στη διάρκεια των θυελλωδών διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της εξόδου της Ελλάδας από τα μνημόνια, το 2018, το ΔΝΤ είχε κάνει μεν ένα βήμα πίσω, αναγνωρίζοντας ότι μεσοπρόθεσμα το χρέος είναι βιώσιμο, αλλά είχε αμφισβητήσει τη δυνατότητα βιώσιμης εξυπηρέτησής του σε μακροχρόνιο ορίζοντα, κυρίως επειδή το Ταμείο επέμενε ότι η ελληνική οικονομία έχει χαμηλό μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, γύρω στο 1%, και θα έχει δυσκολία να «σηκώσει» τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους στο μέλλον.
Στη νέα έκθεση, που συντάσσεται με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του Ταμείου και αποτελεί τακτική διαδικασία, άσχετη με το καθεστώς της μεταμνημονιακής επιτήρησης, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εκτιμήσεις για το χρέος, καθώς το Ταμείο θεωρείται παγκόσμια αυθεντία σε αυτό το θέμα. Παρ' όλα αυτά, για την περίπτωση της Ελλάδας το Ταμείο σηκώνει... τα χέρια ψηλά, αναγνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο να γίνει μακροπρόθεσμη πρόβλεψη. Όπως σημειώνει,
- Μεσοπρόθεσμα, το επίπεδο του δημοσίου χρέους θα υποχωρήσει και η Ελλάδα θα έχει επαρκή δυνατότητα εξυπηρέτησής του με βάση μια ποικιλία δυσμενών σεναρίων. Η κορύφωση του χρέους, μετά την αύξηση το 2020 λόγω πανδημίας, θα έλθει το 2021, και στη συνέχεια θα μειωθεί, αλλά θα παραμείνει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις προβλέψεις που γίνονταν πριν την πανδημία.
- Μεσοπρόθεσμα, το Ταμείο αναγνωρίζει ότι το χρέος θα είναι βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι τα επιτόκια δανεισμού θα είναι χαμηλότερα από τον ρυθμό ανάπτυξης και ότι θα υπάρξει σταδιακή επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Το μεγάλο «μαξιλάρι» ταμειακών διαθεσίμων που διαθέτει η κυβέρνηση και η ενεργή διαχείριση του χρέους περαιτέρω μετριάζουν τα ρίσκα αναχρηματοδότησης. Η δυνατότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος σε συνθήκες σοβαρού οικονομικού σοκ εξαρτάται από τη συνέχιση της υποστήριξης από την ευρωζώνη.
- Η αβεβαιότητα είναι πολύ μεγάλη για να γίνει μια οριστική εκτίμηση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Ενώ είναι εφικτό με ένα σύνολο πολιτικών και με βάση την πορεία των επιτοκίων να διατηρηθεί βιώσιμο το χρέος μακροπρόθεσμα, εναλλακτικά σενάρια δείχνουν ότι η αβεβαιότητα για τα επιτόκια και τα ασφάλιστρα κινδύνου είναι υπερβολικά μεγάλη για να διατυπωθεί μια ασφαλής πρόβλεψη.
- Αυτό, τονίζει το Ταμείο, αποτελεί μια αναθεώρηση των συμπερασμάτων της προηγούμενης έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους, που δημοσιεύθηκε το 2018. Εκεί αναγνωριζόταν επίσης η μεγάλη αβεβαιότητα, αλλά πάντως διατυπωνόταν το συμπέραμα ότι η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι διασφαλισμένη και πάντως όχι με βάση ένα ρεαλιστικό σύνολο μακροοικονομικών παραδοχών. Ενώ οι ανησυχίες για τη δυνατότητα της Ελλάδας να επιτύχει τους στόχους για τα πλεονάσματα έχουν ενισχυθεί υπό το φως της πανδημίας και η αβεβαιότητα για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη διατηρείται, αυτοί οι παράγοντες αντισταθμίζονται με το παραπάνω από τη μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού, που άρχισε πριν την πανδημία και συνεχίσθηκε μετά την ενεργοποίηση των ευρωπαϊκών μηχανισμών οικονομικής ενίσχυσης.
- Πάντως, η αβεβαιότητα για το αν μπορούν να διατηρηθούν αρκετά χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού στο μέλλον, στο πλαίσιο μιας χωρίς προηγούμενο μετάβασης της χώρας από τον επίσημο δανεισμό στον δανεισμό από την αγορά, αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που καθοδηγεί τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις για το χρέος.
Κατά τα λοιπά, τρεις είναι οι σημαντικότερες παρατηρήσεις του ΔΝΤ για την οικονομία:
- Αναγνωρίζεται η επαρκής αντίδραση της κυβέρνησης στις συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία και προβλέπεται ότι η οικονομία θα επανέλθει σε ρυθμό ανάπτυξης φέτος (3,3%) και η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί στο 5,4% το 2022. Οι προοπτικές παραμένουν «θολές», λόγω της πιθανότητας παράτασης της πανδημίας, ενώ η αβεβαιότητα για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα δημιουργήσει η πανδημία θα μπορούσε να επηρεάσει τα σχέδια των τραπεζών για τιτλοποιήσεις και αύξηση των χορηγήσεων δανείων. Μια αναπτυξιακή πορεία καλύτερη από τις προβλέψεις δεν αποκλείεται, αλλά υπόκειται σε κινδύνους, καθώς η κυβέρνηση καλείται να αξιοποιήσει με γρήγορους ρυθμούς τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και να προωθήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
- Για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, το Ταμείο συνιστά στην κυβέρνηση να δώσει έμφαση μεσοπρόθεσμα στους αναπτυξιακούς στόχους και όχι στη δημοσιονομική σταθεροποίηση και να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το 2021, τα μέτρα στήριξης θα έχουν κόστος 7,25% του ΑΕΠ, ενώ, παρότι το πρωτογενές έλλειμμα για το 2022 αναμένεται να μειωθεί στο 1% του ΑΕΠ, η υποκείμενη δημοσιονομική κατεύθυνση, εξαιρουμένων των προσωρινών μέτρων COVID-19, παραμένει επεκτατική κατά περίπου 2% του ΑΕΠ. Οι μειώσεις στην φορολογία εισοδήματος είναι ευπρόσδεκτες, αλλά συνιστάται να δοθεί έμφαση και στον έλεγχο των δαπανών. Συνιστάται, επίσης, η διεύρυνση της βάσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και η αντιμετώπιση των κενών συμμόρφωσης με τον ΦΠΑ.
- Για τον τραπεζικό τομέα, τονίζεται ότι το σχέδιο «Ηρακλής» θα μπορούσε να επιτύχει ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσπάθειες άντλησης κεφαλαίων εκ μέρους των τραπεζών θα είναι επιτυχείς. Η αποστολή του Ταμείου πρότεινε τη διαμόρφωση εφεδρικών σχεδίων σε περίπτωση που οι νέες προσπάθειες άντλησης κεφαλαίων από τις τράπεζες δεν επαρκούν ή/και υλοποιηθούν άλλοι κίνδυνοι εκτέλεσης. Καθώς η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για ίδρυση Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (AMC) έχει εγκαταλειφθεί, η αποστολή ενθάρρυνε τις αρχές να συνεργαστούν με Ευρωπαίους εταίρους για την εξεύρεση λύσης για την αδύναμη ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων. Η αυτόνομη μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έσχατη λύση για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τις τράπεζες που δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν πλήρως τα υπάρχοντα εργαλεία. Η αποτελεσματική εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου θα είναι κρίσιμης σημασίας για την ουσιαστική εξυγίανση των χαρτοφυλακίων δανείων.