Αποχωρεί η ισπανική Repsol από την έρευνα υδρογονανθράκων στα Ιωάννινα, σύμφωνα με πληροφορίες του Business Daily, προκαλώντας νέο πλήγμα στο πρόγραμμα της χώρας με στόχο την εκμετάλλευση φυσικών πόρων εν μέσω της πετρελαϊκής κρίσης.
Αν και αναμενόμενη για πολλούς, η απόφαση της εταιρείας τονίζει τις τεράστιες περικοπές που υφίσταται ο κλάδος και τις πολύχρονες καθυστερήσεις εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων να κινηθούν αποφασιστικά, όταν οι συνθήκες επέτρεπαν σημαντικές επενδύσεις που ίσως θα «άντεχαν» την τωρινή πτώση.
Μετά από την πρόσφατη απόφαση της να αποσυρθεί από την έρευνα της Αιτωλοακαρνανίας, η Repsol κοινοποίησε στην κυβέρνηση την πρόθεση της να αποσυρθεί και από την κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει με την Energean για την χερσαία περιοχή των Ιωαννίνων, με γνώμονα την απόφαση της ισπανικής εταιρείας να περιορίσει τις επενδύσεις της ανά την υφήλιο.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τόσο το 60% της κοινοπραξίας των Ιωαννίνων που ανήκε στην Repsol, όσο και τα δικαιώματα διαχείρισης του κοιτάσματος (operatorship), με αίτημα προς την ΕΔΕΥ ζητήθηκε να μεταφερθούν στην Energean, η οποία αρχίζει την αναζήτηση για νέο εταίρο, ενώ αναμένεται να ζητήσει παράταση για την έναρξη της επόμενης φάσης του έργου που είναι η ερευνητική γεώτρηση.
Στα 40 εκατ. ευρώ ανέρχεται περίπου το ποσό που έχει ήδη επενδυθεί από την κοινοπραξία στις σεισμικές έρευνες, καλύπτοντας περίπου 400 χιλιόμετρα στην περιοχή. Η μέχρι τώρα έρευνα θεωρείται ότι παρουσιάζει ενθαρρυντικά αποτελέσματα για κοιτάσματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η ισπανική εταιρεία, επίσης, συμμετέχει μαζί με τα ΕΛΠΕ στην έρευνα της θαλάσσιας περιοχής του Ιονίου στη Δυτική Ελλάδα, αν και θεωρείται πλέον θέμα χρόνου η αποχώρηση της και από αυτό το έργο. Βασική αιτία του περιορισμού της δραστηριοποίησης στην έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων είναι το πλήγμα που δέχθηκε ο κλάδος από την πανδημία και την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, οδηγώντας στην ακύρωση επενδύσεων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και σε έργα έρευνας και παραγωγής νέων κοιτασμάτων.
Δυσκολίες και στην Κρήτη
Μετά από τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στην Αιτωλοακαρνανία και τα Ιωάννινα, μεγάλες δυσκολίες παρουσιάζουν και οι έρευνες νότια της Κρήτης σε πολύ μεγάλα θαλάσσια βάθη.
Από την πλευρά της γαλλικής Total μέσω «διαρροών» έγινε γνωστό ότι δεν θα αλλάξει τίποτε στο πρόγραμμα έρευνας υδρογονανθράκων στα δύο θαλάσσια οικόπεδα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης και η έναρξη των σεισμικών ερευνών τοποθετείται στα τέλη της φετινής χρονιάς ή στην αρχή του 2022. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η Total κατέγραψε μεγάλες ζημιές το 2020 και αυτό ενδέχεται να αναστείλει προσωρινά τους σχεδιασμούς για έρευνες στην Ελλάδα.
Υψηλός βαθμός αβεβαιότητας
Πάντως, σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια αγορά πετρελαίου μπορεί να μην ανακάμψει δυναμικά από την πανδημία καθώς φαίνεται να χάνει οριστικά την λάμψη του ο «μαύρος χρυσός» εν μέσω της ενεργειακής μετάβασης που συντελείται διεθνώς.
Τα επόμενα πέντε χρόνια θα αυξάνεται η ζήτηση για πετρέλαιο από τα χαμηλά της πανδημίας, αλλά δεν πρόκειται να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα στις αναπτυγμένες χώρες, υπογραμμίζει η ΙΕΑ σε έκθεση που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες.
Το 2020, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου ήταν σχεδόν 9 mb/d κάτω από τα επίπεδα του 2019 και δεν αναμένεται να επιστρέψει σε αυτό το επίπεδο πριν από το 2023. Έως το 2026, ωστόσο, η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αναμένεται να φθάσει τα 104,1 mb/d, αυξάνοντας 4,4 mb/d από τα επίπεδα του 2019.
«Οι παγκόσμιες αγορές πετρελαίου έχουν ανακάμψει από το τεράστιο σοκ της ζήτησης που προκλήθηκε από το Covid-19, αλλά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που δοκιμάζει τον κλάδο όσο ποτέ άλλοτε», τονίζει η έκθεση. «Ενδέχεται να μην επιστρέψουν ποτέ σε "φυσιολογικές" συνθήκες», προσθέτει.
Η ταχύτητα και το βάθος της ανάκαμψης της αγοράς είναι πιθανό να είναι άνιση, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και στους κλάδους και προϊόντα. Η ζήτηση βενζίνης είναι απίθανο να επιστρέψει στα επίπεδα του 2019, καθώς η αύξηση αποδοτικότητας και η μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα θα υπερισχύσουν της ισχυρής αύξησης των μετακινήσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Τα αεροπορικά καύσιμα, που πλήττονται το περισσότερο από την κρίση, αναμένεται να επιστρέψουν αργά στα επίπεδα του 2019 έως το 2024, αν και η εξάπλωση των διαδικτυακών συναντήσεων θα μπορούσε να αλλάξει μόνιμα τις τάσεις των επαγγελματικών ταξιδιών, προσθέτει η ΙΕΑ.