Στην 17η θέση επί συνόλου 47 προορισμών παγκοσμίως κατατάσσεται η Αθήνα, με βάση τον δείκτη κόστους διαμονής/ποιότητας περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια νέα κατάταξη δημοφιλών τουριστικών προορισμών, την οποία πραγματοποίησε, στο πλαίσιο σχετικής έρευνας, η πλατφόρμα προσφορών ξενοδοχειακών δωματίων Hoo.
Σε σχετική μελέτη, μεταξύ 2.569 πελατών/χρηστών της πλατφόρμας, προέκυψε ότι η ποιότητα του αέρα στον προορισμό που θα επέλεγαν για να ταξιδέψουν, αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα. Συγκεκριμένα, 50% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα προτιμούσε να ταξιδέψει σε μια περιοχή, με λιγότερη ατμοσφαιρική ρύπανση, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει περισσότερη ώρα. Μάλιστα, το 48% ανέφερε ότι θα πλήρωναν και περισσότερα χρήματα, αν ο τελικός προορισμός τους ήταν προσέφερε καλύτερη ποιότητα περιβάλλοντος. Προτιμούν δηλαδή να δαπανήσουν πιο πολλά, παρά να βρεθούν κάπου πιο φθηνά, αλλά με μεγαλύτερο επίπεδο ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Hoo επιμελήθηκε ένα σχετικό δείκτη βαθμολόγησης των επιμέρους περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη το μέσο κόστος διανομής και το επίπεδο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Στην περίπτωση της Αθήνας, η βαθμολογία αυτή ανήλθε σε 55,9 μονάδες, λαμβάνοντας υπόψη ως μέσο κόστος για την διαμονή σε ξενοδοχείο τα 97 ευρώ (πηγή: Trivago), ενώ η ατμοσφαιρική ρύπανση στην πόλη διαμορφώνεται σε 65 mg μικροσωματιδίων ανά κυβικό μέτρο, με βάση σχετικά στοιχεία των New York Times για το 2019.
Πρόκειται για μια αρκετά καλή επίδοση, καθώς τοποθετεί την ελληνική πρωτεύουσα σε μια από τις υψηλότερες θέσεις, τουλάχιστον σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Καλύτερη επίδοση της Αθήνας, έχουν κατά σειρά η Μόσχα, η Λισαβόνα, η Βαρκελώνη, η Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη και η Βαρσοβία. Ωστόσο, σε αρκετές από τις παραπάνω πόλεις, ο βασικότερος λόγος που βρίσκονται σε υψηλότερη θέση έγκειται στην πολύ χαμηλή τιμή των ξενοδοχείων και όχι τόσο στο επίπεδο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Κωνσταντινούπολη, όπου η τιμή ανά διανυκτέρευση είναι σήμερα μόλις 61 ευρώ, ενώ η ρύπανση αγγίζει τα 91 mg μικροσωματιδίων για κάθε κυβικό μέτρο. Αντίστοιχα, στη Βαρσοβία, η ρύπανση αγγίζει τα 111 mg, αλλά το κόστος διαμονής δεν ξεπερνά τα 55 ευρώ/διανυκτέρευση. Χαμηλότερες τιμές διαμονής σε σχέση με την Αθήνα, προσφέρουν αυτήν την περίοδο τόσο η Λισαβόνα, όσο και η Μαδρίτη, χωρίς μεγάλες διαφορές στην ατμοσφαιρική ρύπανση, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε υψηλότερη θέση.
Στον αντίποδα, η Αθήνα ξεπερνά πόλεις, όπως οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι, η Ζυρίχη, η Βιέννη, το Άμστερνταμ, το Δουβλίνο και το Λονδίνο. Την καλύτερη επίδοση εμφανίζει το Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία και τη χειρότερη το Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική, όπου η ρύπανση αγγίζει τα 1.689 mg/κυβικό μέτρο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η χαμηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, ακόμα και ο καπνός από τα τσιγάρα, αναμένεται να αποτελέσουν παράγοντες επιλογής ενός προορισμού, έναντι κάποιου άλλου, από τους τουρίστες στην περίοδο μετά την πανδημία. Όσο πιο καθαρός είναι ο αέρας μιας πόλης, τόσο καλύτερες θα είναι οι τουριστικές της προοπτικές, ιδίως στο άμεσο μέλλον.
Για παράδειγμα, στη Μεγ. Βρετανία, τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που εφαρμόστηκαν, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων του διοξειδίου του αζώτου σε ποσοστό μέχρι και 50%, ενώ ανάλογα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και σε άλλες χώρες κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Η εξέλιξη αυτή έτυχε πολύ θετικής αποδοχής από αρκετούς πολίτες, που έχουν προσθέσει το σχετικό κριτήριο, για την επιλογή των προορισμών που θα προτιμήσουν να επισκεφτούν μόλις ξεπεραστεί η πανδημία. Έτσι, πόλεις που φιλοδοξούν να αναδειχθούν ως «νικητές» την προσεχή περίοδο, έχουν να ωφεληθούν τα μέγιστα από μέτρα για την μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.