Αισιόδοξοι εμφανίζονται οι αναλυτές της Alpha Bank για τις προοπτικές επιτάχυνσης της οικονομικής ανάπτυξης το 2020, με την αλλαγή του μίγματος της οικονομικής πολιτικής, που επιχειρεί η κυβέρνηση, δίνοντας έμφαση στις επενδύσεις.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Alpha στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας, το εγχείρημα αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και η προσπάθεια ενίσχυσης του πλέγματος κινήτρων για επενδύσεις αποτέλεσαν τις πρώτες διαθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις της νέας κυβέρνησης στην ελληνική οικονομία.
Στη σύγχρονη θεωρία οικονομικής πολιτικής, ο χρονισμός της υιοθέτησης των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον εκλογικό κύκλο συνιστά καθοριστική παράμετρο. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (World Economic Outlook, Οκτώβριος 2019, κεφάλαιο 3), στην οποία αξιοποιούνται δεδομένα από πολλές χώρες παγκοσμίως, μια αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων οφείλει να είναι εμπροσθοβαρής, δηλαδή να εφαρμοσθεί επιτυχώς στα πρώτα στάδια της συνολικής κυβερνητικής θητείας. Μετά την περίοδο αυτή, το πολιτικό κόστος που συνεπάγονται οι μεταρρυθμίσεις θεωρείται υψηλό, ιδιαίτερα όσο προσεγγίζεται η ημερομηνία της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Παράλληλα, η εμπροσθοβαρής εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων, δίδει τη δυνατότητα το θετικό τους αποτέλεσμα να είναι ορατό πριν από την έλευση του επόμενου εκλογικού κύκλου.
Επιπλέον, η επίσπευση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, αποτελούν θετικό σήμα για τις διεθνείς αγορές, εξέλιξη που μπορεί να αποτελέσει έναν «επιταχυντή εμπιστοσύνης» που θα περιορίσει το κόστος δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα προωθήσει τα επενδυτικά σχέδια.
Το ερώτημα που τίθεται, σχετικά με το νέο προϋπολογισμό, είναι κατά πόσο ο ρυθμός μεγέθυνσης που προβλέπεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού είναι επιτεύξιμος και φυσικά υπό ποιες προϋποθέσεις. Παρά τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, κυρίως όσον αφορά στο ισοζύγιο αγαθών και δευτερευόντως στο ισοζύγιο υπηρεσιών, ένας ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης το 2020 είναι εφικτός.
Τούτο δύναται να προκύψει ως αποτέλεσμα του εξορθολογισμού του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής (μείωση συντελεστών φορολογίας με παράλληλο έλεγχο δαπανών) και των παρεμβάσεων του Αναπτυξιακού Νόμου που τονώνουν την επενδυτική δαπάνη και ενισχύουν την παραγωγικότητα. Σημαντικοί καταλύτες για μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα έτη θα είναι, πρώτον, η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού ομολόγου, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και δεύτερον, η επιτυχία του σχεδίου αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο θα ενισχύσει τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας.
Η εκτίμηση του ρυθμού μεγέθυνσης που περιέχεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού υποστηρίζεται από το βελτιούμενο οικονομικό κλίμα στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά και από την ανοδική πορεία των δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως η απασχόληση, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η μεταποιητική παραγωγή, η οικοδομική δραστηριότητα και οι πωλήσεις αυτοκινήτων.
Κλειδί ο Αναπτυξιακός Νόμος
Η εισαγωγή του νέου Αναπτυξιακού Νόμου είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς προβλέπει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και περαιτέρω απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στο επιχειρείν. Η αξιόπιστη εφαρμογή του είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Οι επιχειρήσεις και οι διεθνείς επενδυτές πρέπει να πεισθούν ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια διαμορφώνει ένα μόνιμο πλέον θεσμικό πλαίσιο κανόνων. Επιπλέον, η επιτάχυνση αδειών και εγκρίσεων για ορισμένα μεγάλα - σε όρους δαπάνης και απασχόλησης - έργα, ενισχύει την αξιοπιστία και την προσήλωση σε αυτήν την πολιτική.
Η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να αξιοποιήσει το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει, στην πρώιμη μετεκλογική περίοδο, τόσο στο εσωτερικό από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, όσο και στο εξωτερικό από τις αγορές και τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, οφείλει να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο.
Στόχος είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις, το οποίο θα οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς προβλέπει μία σειρά από αλλαγές που στοχεύουν στη μείωση της γραφειοκρατίας και την απλοποίηση των διαδικασιών που αφορούν σε αδειοδοτικά, περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα.
Συγκεκριμένα, εισάγεται, μεταξύ άλλων, μια ευέλικτη διαδικασία πιστοποίησης αναφορικά με την έναρξη και την ολοκλήρωση της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και αναδιατυπώνονται οι γενικές αρχές αδειοδότησης των επιχειρήσεων. Επίσης, σημειώνεται ότι πλέον θα απαιτείται έγκριση λειτουργίας ή εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων μόνο στις περιπτώσεις αποφυγής κινδύνων (περιβαλλοντικών, οικονομικών, δημοσίου συμφέροντος κ.ά.).
Παράλληλα, δημιουργούνται νέες υποδομές, όπως ο ενιαίος ψηφιακός χάρτης και το εθνικό μητρώο υποδομών, οι οποίες προβλέπουν την καταγραφή των χαρακτηριστικών των κτιρίων και των εκτάσεων που συνδέονται με την άσκηση επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας, καθώς και όλων των δημοσίων υποδομών και κτιρίων.
Η θέση ότι η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας τα επόμενα έτη θα στηριχθεί στον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και όχι στη ζήτηση από το εξωτερικό αντικατοπτρίζεται επαρκώς στις εκτιμήσεις που ενσωματώνονται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, η μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 αναμένεται να προέλθει κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων κατά 13,4% και ιδιαίτερα από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (+15,8%), ενώ προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και η ανάκαμψη των δημοσίων επενδύσεων κατά 7,6%.