Με ξεχωριστό νομοσχέδιο, που θα εγκριθεί μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου από το υπουργικό συμβούλιο, το υπουργείο Υποδομών προχωράει στην εφαρμογή μιας νέας μεθόδου υλοποίησης μεγάλων έργων υποδομών, μέσω των Προτάσεων Καινοτομίας.
Στο νέο σύστημα θα μπορούν να ενταχθούν έργα με προϋπολογισμό άνω των 100 εκατ. ευρώ, με βάση το προσχέδιο που είχε κυκλοφορήσει. Οι ιδιωτικοί φορείς μέσα από τις «προτάσεις καινοτομίας» μπορούν να διαμορφώσουν και να υποβάλουν πρόταση για ένα έργο για το οποίο δεν υπάρχει σε εξέλιξη διαγωνιστική διαδικασία μέσω κάποιου άλλου μοντέλου παραχώρησης. Ο ιδιώτης που καταθέτει μια τέτοια πρόταση έχει πλεονέκτημα στο διαγωνισμό που ακολουθεί. Η αναθέτουσα αρχή είναι υποχρεωμένη εντός τριμήνου να αξιολογήσει την πρόταση και να την εγκρίνει ή να την απορρίψει. Αν η πρόταση γίνει δεκτή, τότε πραγματοποιείται διαγωνισμός.
Ο ιδιώτης που πρότεινε το έργο για υλοποίηση μέσω «πρότασης καινοτομίας», αν η πρότασή του είναι ακριβότερη από κάποιον άλλο κατασκευαστή μέχρι συγκεκριμένο ύψος, έχει δικαίωμα υποκατάστασης επί της καλύτερης προσφοράς. Δηλαδή ο προτείνων το έργο θα αναλάβει να το υλοποιήσει, ενώ ο μειοδότης θα έχει δικαίωμα αποζημίωσης. Αν η διαφορά μεταξύ του μειοδότη και του κατασκευαστή που πρότεινε το έργο είναι αρκετά μεγάλη, ή ο προτείνων δεν ασκήσει το δικαίωμα υποκατάστασης, το έργο κατοχυρώνεται στην πλέον συμφέρουσα προσφορά. Στην περίπτωση αυτή ο μειοδότης είναι υποχρεωμένος να παρέχει αποζημίωση στον προτείνοντα. Το ύψος της αποζημίωσης αποτέλεσε αντικείμενο πολύμηνης διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Όπως επισημαίνεται και στην έκθεση Πισσαρίδη, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συχνά να προσφέρονται υψηλές εκπτώσεις από τις κατασκευαστικές εταιρείες κατά τη δημοπράτηση των συμβατικών έργων. Αυτό «δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλό ανταγωνισμό και χαμηλό κόστος για το Δημόσιο, καθώς η ποιότητα των παραγόμενων έργων μπορεί να είναι κακή, οι δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας να είναι υψηλές, και να υπάρχουν καθυστερήσεις στην υλοποίηση». Τα προβλήματα αυτά θεωρούν στο υπουργείο Υποδομών πως λύνονται με άλλες μεθόδους δημοπράτησης όπως οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και οι «προτάσεις καινοτομίας».
Με βάση και τις προτάσεις της έκθεσης, στο υπουργείο Υποδομών έχουν ανακοινώσει πως θα επικεντρωθούν σε σιδηροδρομικά έργα και άλλα έργα υποδομών που συνδέονται με την ενίσχυση της Ελλάδας ως κόμβου στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Η βελτίωση των σιδηροδρομικών και οδικών προσβάσεων στα σύνορα για τη δημιουργία αποτελεσματικών διαδρόμων για εμπορεύματα, η αναβάθμιση των εξαγωγικών λιμανιών και της διασυνδεσιμότητάς τους με τις λοιπές υποδομές μεταφορών και η αναβάθμιση του κεντρικού σιδηροδρομικού δικτύου αποτελούν μία από τις 20 κεντρικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση.
Η Ελλάδα έχει περίπου 2.000 χιλιόμετρα σύγχρονων αυτοκινητόδρομων, ανάλογο σε μήκος σιδηροδρομικό δίκτυο, 130 λιμάνια, και 67 αεροδρόμια από τα οποία 12 διεθνή. Η ποιότητα του ελληνικού οδικού δικτύου αξιολογείται από το EU Transport Scoreboard (με βάση στοιχεία από το World Economic Forum για το 2018-2019) περίπου στο μέσο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παρόμοια είναι η αξιολόγηση για τις ακτοπλοϊκές και τις αεροπορικές υπηρεσίες. Ωστόσο, η ποιότητα των σιδηροδρομικών υπηρεσιών αξιολογείται χαμηλότερα κυρίως εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων με τη συντήρηση και αναβάθμιση του δικτύου.
Όπως επισημαίνεται και στην έκθεση, «οι υποδομές μεταφορών και οι υπηρεσίες διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας δεν στηρίζουν επαρκώς την οικονομική ανάπτυξη και την περιφερειακή σύγκλιση στη χώρα. (…). Οι κύριες αδυναμίες του συστήματος μεταφορών αφορούν την ανεπαρκή και οικονομικά μη βιώσιμη συντήρηση, την περιορισμένη κάλυψη και λειτουργικότητα του σιδηροδρομικού δικτύου, τις απαρχαιωμένες υποδομές λιμανιών, την ελλιπή συνδεσιμότητα μεταξύ των διαφορετικών μορφών μεταφοράς και την κατακερματισμένη διαχείριση εφοδιαστικής αλυσίδας».