Και στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας μεταφέρεται η κόντρα Ελλάδας – Τουρκίας, καθώς η χώρα μας, μετά από μια δεκαετία «ύπνωσης», βρίσκεται σε πορεία προς την ανάκτηση των μεριδίων που έχασε. Οι εξελίξεις στο Νεώριο και προσφάτως στην Ελευσίνα αλλά και οι διαδικασίες για τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά που φαίνεται ότι δρομολογούνται από το φθινόπωρο, σε μια συγκυρία υψηλής έντασης στις σχέσεις με την Τουρκία, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για επαναπατρισμό των ελληνικών πλοίων στα εγχώρια ναυπηγεία και δημιουργούν δυνατές βάσεις για την ανάπτυξη του κλάδου.
Ήταν το 2010 όταν άρχισαν ακόμη και Έλληνες πλοιοκτήτες να επιλέγουν τα τουρκικά ναυπηγεία λόγω κόστους, αλλά και λόγω των προβλημάτων που υπήρχαν στα εγχώρια ναυπηγεία, προβλήματα που προσγείωσαν σταδιακά τον τζίρο τους από τα 600 εκατ. το 2006 σε μόλις 100 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή όμως, όπως καταγράφει πρόσφατη μελέτη της Deloitte οι δαπάνες των Ελλήνων πλοιοκτητών για συντήρηση και επισκευές στα 5.000 περίπου πλοία τους ετησίως ξεπερνά το 1,35 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα αποτελεί πρώτη δύναμη στην παγκόσμια ναυτιλία, ωστόσο μέχρι πρότινος τα ελληνόκτητα πλοία πήγαιναν για επισκευές σε Τουρκία και Κροατία, κάτι που άρχισε να αλλάζει σταδιακά από το 2019, με την επαναλειτουργία των Ναυπηγείων Νεωρίου Σύρου, καθώς 95 πλοία επισκευάστηκαν τη συγκεκριμένη χρονιά στο Νεώριο, το 98% εκ των οποίων έφυγαν από τουρκικά ναυπηγεία για να έρθουν στην Ελλάδα.
Η επαναλειτουργία των Ναυπηγείων Νεωρίου Σύρου έδωσε σημαντική ανάσα και ώθηση στον κλάδο ύστερα από περίπου 20 χρόνια και κατάφερε το πρώτο σημαντικό πλήγμα στα ναυπηγεία της Τουρκίας, που έκαναν χρυσές δουλειές εκμεταλλευόμενα την κρίση στην Ελλάδα.
Η συμφωνία για την εξυγίανση των Ναυπηγείων Ελευσίνας από την ONEX με χρηματοδότηση από την αμερικανική αναπτυξιακή τράπεζα DFC, μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα στα τουρκικά ναυπηγεία, καθώς μάλιστα η διοίκηση της ONEX έχει ξεκαθαρίσει ότι η Ελευσίνα δεν θα περιορίζεται πλέον σε έργα του αμυντικού τομέα, αλλά θα στραφεί και στα εμπορικά πλοία.
Άλλωστε, οι τελευταίες εξελίξεις με την Αγία Σοφία και τις προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, ωθούν τους Έλληνες εφοπλιστές να αποκλείσουν την Τουρκία από τις κάθε τύπου ναυπηγικές εργασίες. Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίδραση του εφοπλιστή Ανδρέα Μαρτίνου, ο οποίος απηύθυνε κάλεσμα στους Έλληνες εφοπλιστές να αποκλείσουν την Τουρκία από επισκευές και δεξαμενισμούς, μετά την απόφαση Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία. O εφοπλιστής χαρακτηρίζει «προσβολή» και «αναίτια πρόκληση» την απόφαση της Τουρκίας και τονίζει ότι, μετά την εξέλιξη αυτή, έχει «πλέον καταστεί σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρχουν επί ίσοις όροις συνομιλίες με ένα ισλαμιστικό εθνικιστικό καθεστώς».
Κοινή πεποίθηση είναι ότι το ενδιαφέρον που έδειξαν οι Αμερικανοί για τα ελληνικά ναυπηγεία τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και δημιούργησε νέα δυναμική. Ο Αμερικανός πρεσβευτής, Τζέφρι Πάιατ, είχε πει χαρακτηριστικά στα εγκαίνια του Νεώριου: «Οι Έλληνες εφοπλιστές δεν πρέπει να πηγαίνουν στα ναυπηγεία της Τουρκίας, της Μάλτας και της Ρουμανίας γιατί πλέον έχουν επιλογή στην Ελλάδα». Πράγματι, η Σύρος φαίνεται ότι θα ανακόψει, βάσει και των πρώτων αποτελεσμάτων της, την πορεία των πλοίων προς τα τουρκικά και κροατικά ναυπηγεία.
Η Τουρκία, πάντως, δεν είναι ευκαταφρόνητος ανταγωνιστής, καθώς κατατάσσεται ανάμεσα στις 10 πρώτες χώρες παγκοσμίως στην επισκευή αλλά και ναυπήγηση πλοίων, ενώ είναι η 5η παγκοσμίως δύναμη στην ανακύκλωση πλοίων. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Ναυτιλιακών Υποθέσεων της Τουρκίας, 70 ναυπηγεία είναι σήμερα ενεργά στη χώρα, ενώ τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι επενδύσεις στον ευρύτερο κλάδο της ναυπηγικής βιομηχανίας αλλά και της ναυπηγοεπισκευής.
Το 2019 η αξία των πλοίων και των γιοτ που ναυπηγήθηκαν στην Τουρκία και παραδόθηκαν σε ξένες χώρες άγγιξε τα 1,04 δισ. δολ., παρουσιάζοντας αύξηση 5,2% σε σχέση με το 2018, σύμφωνα με την Ένωση Τούρκων Εξαγωγέων (TİM). Συνολικά τα τουρκικά ναυπηγεία εξήγαγαν πλοία και γιοτ σε 136 χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Μεξικού, των Σεϋχελλών, της Ινδίας και του Ομάν. Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της TİM, το μερίδιο της ναυπηγικής βιομηχανίας στις συνολικές εξαγωγές της γείτονος κινήθηκε στο 0,6% για το 2019.