Μία σειρά τεκτονικών αλλαγών βρίσκονται σε εξέλιξη στην βιομηχανία της «γρήγορης μόδας» (fast fashion), απόρροια του ξεσπάσματος της πανδημίας και της αλλαγής στις συνήθειες και προτεραιότητες των καταναλωτών παγκοσμίως. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: η σουηδική αλυσίδα Η&Μ κατέγραψε ζημίες ύψους 700 εκατ. ευρώ το τελευταίο τρίμηνο και μειωμένες πωλήσεις κατά 50%, ενώ ο ισπανικός όμιλος της Inditex (Zara, Pull & Bear, κλπ) είχε ζημίες ύψους 409 εκατ. ευρώ το τρίμηνο Φεβρουαρίου - Απριλίου και κάμψη πωλήσεων κατά 44%.
Κατ' αναλογία, η αμερικανική Gap, είχε λειτουργικές ζημίες ύψους 1,2 δισ. δολαρίων και πτώση πωλήσεων κατά 43% το πρώτο τρίμηνο, η ιαπωνική Uniqlo είχε μειμένες πωλήσεις κατά 60% τον Απρίλιο, ενώ άλλες αλυσίδες γρήγορης μόδας όπως η Forever 21 βρίσκονται ήδη σε αναζήτηση διάσωσης.
Τροφοδοτούμενη από τις τάσεις που υπαγορεύουν οι μεγάλοι οίκοι μόδας τρεις και τέσσερις φορές τον χρόνο, η βιομηχανία fast fashion στηρίζεται σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο αντιγραφής των τάσεων και διάθεσής τους στην αγορά σε χρόνο-ρεκόρ, σε τιμές εξωφρενικά χαμηλές, χάρη σε μία εφοδιαστική αλυσίδα που εκμεταλλεύεται το χαμηλό εργασιακό κόστος σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, στην Κίνα, στο Μεξικό, σε χώρες του Μαγκρέμπ κι όχι μόνο.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο απαιτούμενος χρόνος διάθεσης ενός ρούχου από το σχεδιαστήριο μέχρι το ράφι είναι περίπου δύο εβδομάδες για τη ναυαρχίδα του ομίλου Inditex, Ζara, γεγονός που της δίνει την δυνατότητα να ακολουθεί ανάλογους ρυθμούς και σε ό,τι αφορά τις παραδόσεις νέων εμπορευμάτων στα καταστήματά της.
Κάπως έτσι, οι πελάτες της μπορούν να αγοράσουν «μόδα σε φθηνή τιμή» άμεσα, ενώ, γνωρίζοντας πως σχεδόν ανά δεκαήμερο, το εμπόρευμα στα καταστήματα ανανεώνεται, έχουν εθιστεί σε έναν αέναο κύκλο κατανάλωσης. Η άνοδος δε του ηλεκτρονικού εμπορίου και πλέον η δυνατότητα που δίνουν τα κοινωνικά δίκτυα για άμεσες αγορές πολλαπλασίασε την δυναμική του «εθισμού», αυξάνοντας και τον αριθμό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον χώρο της «υπερταχύτατης μόδας» (ultra fast fashion).
Η πανδημία ωστόσο άλλαξε τα δεδομένα παντού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χώρα μας, η επανέναρξη της λειτουργίας των καταστημάτων δεν συνοδεύτηκε από το «revenge shopping» που οι έμποροι είχαν ελπίσει. Αντιθέτως, σύμφωνα και με τα λεγόμενα του προέδρου του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας, κ. Στ. Καφούνη, οι καταθέσεις στις τράπεζες ελαφρώς αυξήθηκαν το τελευταίο δίμηνο, καθώς ο κόσμος περιόρισε εν πολλοίς τις αγορές του, λόγω του κλίματος αβεβαιότητας και οικονομικής ανασφάλειας που η πανδημία έχει δημιουργήσει. Απογοητευτική κρίνεται η κίνηση στα εμπορικά καταστήματα και κατά τις πρώτες ήμερες των θερινών εκπτώσεων, αφήνοντας πολλές εμπορικές επιχειρήσεις με σημαντικό αδιάθετο απόθεμα και υψηλές υποχρεώσεις.
Το επιχειρηματικό μοντέλο επανεξετάζεται
Η οικονομική επίπτωση όμως είναι η μία όψη του νομίσματος, με την ίδια την βιομηχανία της μόδας να στρέφεται σε ενδοσκόπηση, διαπιστώνοντας ότι, εν καιρώ πανδημίας, οι απερίσκεπτες επαναλαμβανόμενες αγορές είναι μάλλον άτοπες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ιστορικοί οίκοι μόδας, όπως οι Giorgio Armani και Gucci, αναγνωρίζουν την ανάγκη επιβράδυνσης των ρυθμών παραγωγής νέων συλλογών αλλά και μείωσης της ποσότητας των ρούχων που παράγονται, ενώ οι καθιερωμένες εβδομάδες μόδας βιώνουν την δική τους υπαρξιακή κρίση, καθώς μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Yves Saint Laurent, αποσύρουν την συμμετοχή τους, στερώντας έτσι από τις εταιρείες fast fashion πολύτιμη έμπνευση…
Προσθέτοντας στο προαναφερθέν μείγμα και τις περιβαλλοντικές ανησυχίες που ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα των νεαρότερων καταναλωτών εκφράζει για τον όγκο των απορριμάτων που προκύπτει από τα φθηνά ρούχα «μίας χρήσης», καθώς και τις αποκαλύψεις για τις συχνά απάνθρωπες συνθήκες εργασίας σε εργοστάσια παραγωγής ρούχων, προκύπτει η «τέλεια καταιγίδα» για την βιομηχανία fast fashion.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του βρετανικού ομίλου Boohoo, ο οποίος δραστηριοποιείται κυρίως online με brands φθηνών ρούχων όπως τα Nasty Gal και Pretty Little Thing. Οι μετοχές του έχασαν την περασμένη εβδομάδα το 50% της αξίας τους, καθώς ρεπορτάζ της εφημερίδας Sunday Times αποκάλυψε ότι οι εργάτες καλούνταν να προσέρχονται στα εργοστάσια που διατηρεί στο Λέστερ της Βρετανίας, ακόμη κι αν είχαν διαγνωστεί με covid-19, ενώ πληρώνονταν μόλις 3,50 λίρες την ώρα.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η εταιρεία ρούχων Los Angeles Apparel έκλεισε με εισαγγελική εντολή όταν αποκαλύφθηκε ότι περισσότεροι από 300 εργαζόμενοι της που είχαν διαγνωστεί με τον ιό εξακολουθούσαν να απασχολούνται στο εργοστάσιό της, στο Λος Άντζελες, και μάλιστα 4 από αυτούς έχασαν κατόπιν την μάχη για τη ζωή. Αντίστοιχες καταγγελίες ακολουθούν και την εταιρεία ρούχων Fashion Nova, επίσης με έδρα το Λος Άντζελες..
Κατόπιν αυτών, δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η βιομηχανία παραγωγής ρούχων διέρχεται υπαρξιακή κρίση, στην βάση και της αυξημένης κοινωνικής συνείδησης εκ μέρους των νεαρότερων καταναλωτών που ζητούν διαφάνεια κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Με δεδομένο μάλιστα ότι οι πωλήσεις σε είδη μόδας αναμένεται να έχουν κάμψη και μετά την πανδημία, σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 25% και 45%, οι προοπτικές για την αγορά fast fashion είναι τουλάχιστον ανησυχητικές, θέτοντας τους πάντες -κατασκευαστές και καταναλωτές- προ των ευθυνών τους.