Το 2026 αναμένεται να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για την υλοποίηση δύο σημαντικών ενεργειακών έργων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη: του δεύτερου πλωτού σταθμού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου στην Αλεξανδρούπολη και της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Αιγύπτου. Σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου του Ομίλου Κοπελούζου, Δημήτρη Κοπελούζου, τα έργα αυτά θα ενισχύσουν τη θέση της Ελλάδας ως προμηθευτή ενέργειας στην περιοχή.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην ηλεκτρική διασύνδεση με την Αίγυπτο, η οποία, όπως υπογραμμίστηκε, αναμένεται να διασφαλίσει φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, θα προσδώσει στη χώρα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, παρόμοιο με εκείνο που διέθετε η Γερμανία πριν την κρίση στην Ουκρανία, όταν εισήγαγε ρωσικό φυσικό αέριο σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ανάγκη για τα συγκεκριμένα έργα προκύπτει από τη νέα ενεργειακή πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην περιοχή. Η απόφαση της ΕΕ για απαγόρευση της εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου έως το τέλος του 2027, η αυξημένη ζήτηση λόγω οικονομικής ανάπτυξης και η απόσυρση των ανθρακικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής δημιουργούν επιπλέον ανάγκες για περισσότερα από 30 δισ. κυβικά μέτρα αερίου ετησίως. Η Ελλάδα, με τις υφιστάμενες και προγραμματισμένες υποδομές, θα μπορεί να εξάγει έως και 10 δισ. κυβικά μέτρα αερίου στην περιοχή μέσω διαφόρων αγωγών και συνδέσεων.
Ο Δημήτρης Κοπελούζος εκτίμησε ότι ακόμη και μετά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρώπη δύσκολα θα επιστρέψει στη μαζική εισαγωγή ρωσικού αερίου λόγω απώλειας εμπιστοσύνης. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν υποστεί οικονομικές πιέσεις τόσο από την αύξηση των τιμών όσο και από το κόστος υποστήριξης της Ουκρανίας, επενδύοντας πλέον σημαντικά κεφάλαια σε υποδομές υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Ο Όμιλος Κοπελούζου, μέσω της Gastrade (με τη συμμετοχή των ΔΕΣΦΑ, ΔΕΠΑ, Bulgartransgaz και Gaslog), λειτουργεί ήδη πλωτή μονάδα υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη και εξετάζει την κατασκευή δεύτερης. Η δεύτερη μονάδα αναμένεται να είναι ακριβότερη, με το κόστος να εκτιμάται στα 650 εκατ. ευρώ έναντι 490 εκατ. που κόστισε η πρώτη, λόγω αύξησης του κόστους κατασκευής και απουσίας επενδυτικής ενίσχυσης. Ως αποτέλεσμα, οι ταρίφες χρήσης θα είναι υψηλότερες, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη μείωση του κόστους διέλευσης αερίου προς βορρά από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς. Παράλληλα, εξετάζεται η αναβάθμιση της πρώτης μονάδας για αύξηση της δυναμικότητας.
Σχετικά με την ηλεκτρική διασύνδεση με την Αίγυπτο, μελέτη δείχνει ότι μπορεί να επιφέρει μείωση της τιμής χονδρικής του ρεύματος κατά 21 ευρώ ανά μεγαβατώρα στην ελληνική αγορά. Η επένδυση, ύψους 13 δισ. ευρώ, περιλαμβάνει και μονάδες ΑΠΕ στην Αίγυπτο (αιολικά, φωτοβολταϊκά και μπαταρίες) που θα τροφοδοτούν το καλώδιο. Έχουν ήδη υπογραφεί μνημόνια συνεργασίας για πώληση ενέργειας με 48 μεγάλες βιομηχανίες στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Η μείωση του ενεργειακού κόστους αναμένεται να ενισχύσει τις εξαγωγές ρεύματος και να προσελκύσει νέες επενδύσεις σε ενεργοβόρες βιομηχανίες και data centers.