Για νέα χρηματοδοτικά εργαλεία τρισεκατομμυρίων συζήτησαν χθες, χωρίς να καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και πάλι κινδυνεύουν, όπως εύστοχα προειδοποίησε η Κριστίν Λαγκάρντ, να κάνουν πολύ λίγα και πολύ αργά για να αντιμετωπίσουν μια επικίνδυνη οικονομική κρίση, που οδηγεί σε ύφεση 9% - 15% φέτος. Οι ασθενέστερες οικονομίες του Νότου εύλογα ανησυχούν ότι τα νέα κονδύλια που θα διατεθούν θα διογκώσουν τα χρέη τους και, τελικά, η κρίση της πανδημίας θα πάρει τη μορφή νέας κρίσης χρέους.
Η χθεσινή τηλεδιάσκεψη κράτησε μόνο τέσσερις ώρες και δεν κατέληξε σε οριστικές αποφάσεις για την κοινή απάντηση της Ευρώπης στην οικονομική κρίση του κορονοϊού, με μοναδική εξαίρεση την έγκριση από τους ηγέτες του «πακέτου» των 540 δισ. ευρώ, που είχε ήδη συμφωνηθεί στο Eurogroup και προβλέπει στήριξη των κρατών με πιστωτικές γραμμές έως 240 δισ. από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας χωρίς μνημόνια, στήριξη των επιχειρήσεων με δάνεια έως 100 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και χρηματοδότηση από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, μέσω του προγράμματος Sure, των προγραμμάτων προστασίας των εργαζομένων (όπως το πρόγραμμα με το επίδομα των 800 ευρώ που εφαρμόζεται στην Ελλάδα).
«Κάηκε» οριστικά το ευρωομόλογο
Στα υπόλοιπα και σοβαρότερα θέματα της ατζέντας, δηλαδή στο πώς θα χρησιμοποιηθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός και το υπό ίδρυση Ταμείο Ανάκαμψης για τη στήριξη των ασθενέστερων οικονομιών της Ευρώπης, δεν υπήρξε οριστική συμφωνία. Ωστόσο, από την έκβαση των συζητήσεων εξάγεται ένα σημαντικό πολιτικό συμπέρασμα:
- Η πρόταση για έκδοση κοινού χρέους (κορονο-ομόλογο) «κάηκε» οριστικά λόγω των αντιρρήσεων της συμμαχίας του Βορρά και πλέον το πεδίο της συζήτησης έχει μεταφερθεί εκεί όπου εξαρχής ήθελαν οι χώρες που αντιτίθενται σθεναρά στην αμοιβαιοποίηση του χρέους: δηλαδή, στη χρήση ως βασικού εργαλείου για τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών του πολυετούς κοινοτικού προϋπολογισμού, στον οποίο θα ενσωματωθεί με κάποιο θεσμικό τρόπο που δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί και η αρχικά φιλόδοξη πρόταση της Γαλλίας για ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Κοινοτικός προϋπολογισμός αυξημένος στο 2% του ΑΕΠ
Ειδικότερα, αυτό που συμφωνήθηκε χθες είναι ότι θα υπάρξει μια μεγάλη αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο οποίος θα «τρέξει» από το 2021, για τον οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι τα κράτη της Ευρώπης είχαν αποτύχει να συμφωνήσουν πριν ακόμη εκδηλωθεί η πανδημία, καθώς δεν είχαν βρει τρόπο να καλύψουν την «τρύπα» που άνοιξε η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υποστήριξε ότι ο προϋπολογισμός θα πρέπει να αυξηθεί από το 1,1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ στο 2%. Αυτή τη γενναία αύξηση του προϋπολογισμού υποστήριξε σθεναρά και η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, που έκανε λόγο για την ανάγκη μια «τεράστιας απάντησης» στην κρίση, εκπροσωπώντας τη χώρα που αποτελεί το μεγαλύτερο «αιμοδότη» του κοινού προϋπολογισμού.
Συνδεδεμένο με τον κοινοτικό προϋπολογισμό θα είναι το νέο Ταμείο Ανάκαμψης, αν και δεν έχει ληφθεί απόφαση για τις κρίσιμες θεσμικές λεπτομέρειες που θα το διέπουν. Η Κομισιόν έλαβε εντολή να παρουσιάσει προτάσεις, τόσο για την αναμόρφωση του προϋπολογισμού, όσο και για το Ταμείο Ανάκαμψης ως τις 6 Μαΐου και θα ακολουθήσει νέος γύρος συζητήσεων σε επίπεδο ηγετών. Προηγούμενο σχέδιο της Επιτροπής, που αποκαλύφθηκε από το Bloomberg, προέβλεπε ότι με εγγυήσεις από τον αυξημένο κοινοτικό προϋπολογισμό θα μπορούσαν να αντληθούν πάνω από 300 δισ. ευρώ με έκδοση ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δάνεια ή επιδοτήσεις;
Όμως, το «τοξικό» πολιτικό ερώτημα, που είναι και το σημαντικότερο για τις χώρες του Νότου και ιδιαίτερα για όσες βαρύνονται με μεγάλο δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, έμεινε αναπάντητο από τη χθεσινή σύνοδο, όπου απλώς καταγράφηκαν οι τεράστιες διαφορές που χωρίζουν Βορρά και Νότο. Το ερώτημα αυτό είναι αν οι νέοι πόροι που θα κατευθυνθούν για την ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομιών θα δοθούν ως επιδοτήσεις, δηλαδή χωρίς την υποχρέωση των κρατών που θα τους λάβουν να τους επιστρέψουν, ή αν θα δοθούν ως δάνεια.
Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα κριθεί τελικά αν αυτή η υγειονομική κρίση θα μετασχηματιστεί σε μια νέα κρίση χρέους, έναν κίνδυνο για τον οποίο έχει προειδοποιήσει και ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο. Δηλαδή, αν οι χώρες που θα λάβουν ενισχύσεις θα δουν να διογκώνεται απότομα το δημόσιο χρέος τους και απειληθούν με αποκλεισμό από τις αγορές και προσφυγή σε νέα προγράμματα διάσωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με μνημόνια.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εύστοχα προειδοποίησε για τον κίνδυνο αυτό, τονίζοντας στην παρέμβασή του στη σύνοδο ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να λειτουργήσει εμπροσθοβαρώς και να εστιάσει πρωτίστως σε επιχορηγήσεις προς τα κράτη μέλη παρά σε δάνεια. «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε περαιτέρω αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ», προειδοποίησε ο πρωθυπουργός. Τόνισε δε ότι μια στρατηγική η οποία δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κάθε χώρας, θα ήταν πράξη προς το συμφέρον όλων των χωρών κι όχι μόνο πράξη αλληλεγγύης. Σημείωσε μάλιστα ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να κάνει για άλλη μια φορά «πολύ λίγα, πολύ αργά».
Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν τόνισε, στο ίδιο μήκος κύματος, ότι «εάν η Ευρώπη εκδώσει χρέος για να το δανείσει σε κράτη μέλη, δεν θα αρθεί στο ύψος της απάντησης που χρειαζόμαστε», καθώς, όπως είπε θα αυξηθεί το ήδη υψηλό χρέος ορισμένων χωρών, όπως η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ελλάδα, με την προσθήκη ακόμη περισσότερου χρέους. «Είναι βασικό να δοθούν επιδοτήσεις», υπογράμμισε και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε.
Οι «σκληροί» του Βορρά επιμένουν στα δάνεια
Όμως, στον αντίποδα αυτών των θέσεων υπάρχουν οι πολύ σκληρές θέσεις των χωρών του Βορρά, που χθες εκφράσθηκαν με τον πιο καθαρό τρόπο από τον καγκελάριο της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος έγραψε στο Twitter ότι η Βιέννη είναι έτοιμη να δείξει αλληλεγγύη, αλλά θα δείξει την αλληλεγγύη της μέσα από δάνεια. Ο Κουρτς τόνισε ότι θα συντονισθεί η Αυστρία με άλλες χώρες που έχουν τις ίδιες απόψεις, αναφερόμενος προφανώς στην Δανία, την Σουηδία, την Φινλανδία και την Ολλανδία. Πάντως, η χώρα που θα έχει βαρύνοντα λόγο σε αυτή τη συζήτηση, αλλά δεν ανοίγει ακόμη τα χαρτιά της, είναι η Γερμανία, αν και αναλυτές θεωρούν ότι θα είναι πολύ δύσκολο για την Μέρκελ να υποστηρίξει στο εσωτερικό της ακροατήριο την ιδέα των επιχορηγήσεων προς το Νότο.
Η αγορά ομολόγων και η «εφεδρεία» της ΕΚΤ
Σε κάθε περίπτωση, τελικός κριτής των χθεσινών αποφάσεων της συνόδου των Ευρωπαίων ηγετών είναι η αγορά ομολόγων. Αν οι επενδυτές κρίνουν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι ασθενέστερες οικονομίες να μείνουν τελικά ακάλυπτες από την Ευρώπη και να δουν τα χρέη τους να αυξάνονται, οι αποδόσεις των ομολόγων του Νότου θα πάρουν και πάλι την ανιούσα.
Αναλυτές τραπεζών, όπως της ολλανδικής ABN Amro, εκτιμούν ότι, σε αυτή την περίπτωση, θα χρειασθεί να παρέμβει δυναμικά και πάλι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πιθανόν με μια αύξηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων για την περίοδο της πανδημίας, με ένα ποσό ακόμη και 500 δισ. ευρώ, που θα προστεθεί στα 750 δισ. ευρώ του προγράμματος, με στόχο να προστατευθούν οι πιο ευάλωτες χώρες από μια απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού.