Ένα ευγενικό... «όχι» στην οικονομική συνταγή της κυβέρνησης, λέει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση του άρθρου IV, που δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγο, ενώ επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση την πρότασή του για μείωση του αφορολόγητου ορίου και των συντάξεων, ώστε να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος για τις επενδύσεις και την άσκηση πιο «πλούσιας» κοινωνικής πολιτικής υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων.
Το Ταμείο επιμένει στις ιδέες που είχε πρώτος διατυπώσει ο Πόουλ Τόμσεν και επέβαλε να νομοθετηθούν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά «ξηλώθηκαν» αμέσως μετά τη λήξη του ευρωπαϊκού προγράμματος προσαρμογής, με τη συναίνεση και της Νέας Δημοκρατίας, η οποία και σήμερα εξακολουθεί να τάσσεται εναντίον οποιασδήποτε σκέψης για περιορισμό του αφορολόγητου ορίου και μείωση των συντάξεων.
Για τις φορολογικές ελαφρύνσεις σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, που αποτελούν «σημαία» της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και αναμένεται να ενσωματωθούν, εφόσον υπάρξει συμφωνία με τους Θεσμούς, στον προϋπολογισμό του 2020, το Ταμείο στέλνει το μήνυμα ότι...«καλές είναι, αλλά ακόμη καλύτερη είναι η μείωση του αφορολόγητου ορίου».
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «σχέδια για την μείωση των άμεσων φόρων και για την ενίσχυση της φορολογικής συνέπειας είναι ευπρόσδεκτα, αλλά περισσότερα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης», δηλαδή να πληρώνουν περισσότεροι φόρους εισοδήματος, μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.
Όπως εξηγεί, περαιτέρω, το Ταμείο το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι πολύ λίγοι πληρώνουν φόρο εισοδήματος, ενώ υπάρχει και μεγάλο κενό στην είσπραξη του ΦΠΑ: «Η Ελλάδα παραμένει κοντά στον πυθμένα της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των εργαζόμενων που πληρώνουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και έχει ένα από τα υψηλότερα κενά συμμόρφωσης αναφορικά με τον ΦΠΑ».
Επιπλέον -και σε αυτό το σημείο το Ταμείο «αγγίζει» το ζήτημα της μείωσης συντάξεων- «σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες».
Για να διορθωθεί το μείγμα πολιτικής, το Ταμείο επαναφέρει την πρόταση για επανυπολογισμό και των «παλαιών» συντάξεων με το νέο τρόπο υπολογισμού του νόμου Κατρούγκαλου, δηλαδή την ιδέα της μείωσης των συντάξεων που δεν έχει εφαρμοσθεί ως τώρα. Με αυτό τον τρόπο, θα απελευθερωθούν πόροι για κοινωνική πολιτική υπέρ των ασθενέστερων, μέσω, παραδείγματος χάριν, του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, αλλά και για νέες επενδύσεις.
«Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών», αναφέρει το Ταμείο, «η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις. Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί)».
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα έχει ανακοινώσει ως τώρα, δεν εξετάζει καν τέτοιες προτάσεις που έρχονται από το παρελθόν των προγραμμάτων σταθεροποίησης. Όμως, δεδομένου ότι παραμένει ανοικτή η συζήτηση για το δημοσιονομικό κενό του 2020 και την υλοποίηση των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης, δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να επανέλθουν στο τραπέζι των συζητήσεων, με πρωτοβουλία των εκπροσώπων των Θεσμών, οι παλαιότερες ιδέες για το αφορολόγητο και τις συντάξεις.