Ενώ στην Ελλάδα πανηγυρίζουμε για τους ρυθμούς ανάπτυξης που ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η Κομισιόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την απελπιστική υστέρηση στην παραγωγικότητα, που φέρνει την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ευρώπης και τονίζει ότι η χαμηλή παραγωγικότητα δημιουργεί εμπόδια στη μελλοντική αύξηση των μισθών.
Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, που κρατά την παραγωγικότητα της εργασίας χαμηλά, είναι η μεγάλη εξάρτηση από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Επιπλέον, στην ελληνική οικονομία κυριαρχούν οι μικρές επιχειρήσεις, που βλέπουν με... κιάλια την παραγωγικότητα των μεγάλων.
Παρά τη σταθερή ανάπτυξη από το 2021, σημειώνει η Κομισιόν στην τελευταία έκθεση Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα δεν προσεγγίζει αυτήν της υπόλοιπης ΕΕ:
- Με βάση στοιχεία του 2024, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, φτάνοντας μόλις το 70% του μέσου όρου της ΕΕ.
- Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα ήταν η χαμηλότερη εντός της ΕΕ, φτάνοντας μόλις το 56,2% του μέσου όρου της ΕΕ το 2023 (μετρούμενη σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Εξάρτηση από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας
Η χαμηλή παραγωγικότητα συνδέεται εν μέρει με τη διάρθρωση της οικονομίας, εξηγεί η Επιτροπή. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται περισσότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τομέας διαμονής (ξενοδοχεία) και οι υπηρεσίες εστίασης.
Εν τω μεταξύ, η απασχόληση στη μεταποίηση μέσης-υψηλής τεχνολογίας, που έχει υψηλή παραγωγικότητα, το 2024 ανερχόταν στο 1,4% της συνολικής απασχόλησης (έναντι 6,0% για την ΕΕ) και είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στην Αττική.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις που τείνουν να έχουν περιορισμένους πόρους, να είναι λιγότερο ανταγωνιστικές, λιγότερο ικανές να εισέλθουν σε παγκόσμιες αγορές και λιγότερο ικανές να επενδύσουν στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D).
Οι ελληνικές πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις απασχολούν το 72,6% των εργαζομένων (έναντι 49,7% στην ΕΕ) και παράγουν το 50,2% της συνολικής προστιθέμενης αξίας (έναντι 36,6% στην ΕΕ).
Το 2024, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-9 εργαζόμενοι) εκτιμήθηκε στο 49% των μεγάλων εταιρειών στην ΕΕ, ενώ η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων (10-49 εργαζόμενοι) εκτιμήθηκε στο 63% των μεγάλων εταιρειών στην ΕΕ.
Χαμηλά οι επενδύσεις
Η Κομισιόν τονίζει ότι ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ παραμένει ανησυχητικά χαμηλός και εμποδίζει την αύξηση της παραγωγικότητας.
Το 2023, η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο επίπεδο συνολικών επενδύσεων (15,2% ως μερίδιο του ΑΕΠ) και επιχειρηματικών επενδύσεων (7,7% του ΑΕΠ) στην ΕΕ.
Οι κρατικές επενδύσεις εξακολουθούν να υποστηρίζονται από τα κονδύλια του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και το μερίδιο των κρατικών επενδύσεων στο ΑΕΠ (3,9%) είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (3,6%).
Ωστόσο, οι ελληνικές επενδύσεις επικεντρώνονται στην αντικατάσταση κεφαλαίου (56% των επιχειρήσεων) και όχι στην επέκταση της παραγωγικής ικανότητας (22% των επιχειρήσεων).
Μετά τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που επένδυσαν σε ανθεκτικότητα στο κλίμα ως απάντηση στον φυσικό κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής το 2023.
Με «ψαλίδισμα» μισθών κερδίσαμε ανταγωνιστικότητα
Η Κομισιόν προειδοποιεί ότι περαιτέρω κέρδη στην ανταγωνιστικότητα κόστους είναι απίθανα χωρίς υψηλότερη παραγωγικότητα, καθώς η κοινωνία θα αντιδράσει αρνητικά σε συμπίεση των μισθών για να υποστηριχθεί η ανταγωνιστικότητα, όπως έγινε την περίοδο της κρίσης.
Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα πέτυχε σημαντικές βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα κόστους, κυρίως μέσω περικοπών μισθών μεταξύ 2010-2019. Για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα στο μέλλον, μπορεί να είναι επωφελές για την Ελλάδα να διερευνήσει τρόπους αύξησης της παραγωγικότητάς της και της μη τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του σημαντικού χάσματος καινοτομίας με την ΕΕ, καθώς η εξάρτηση από περαιτέρω μειώσεις μισθών μπορεί να καταστεί κοινωνικά μη βιώσιμη.
Δύσκολη η μελλοντική αύξηση των μισθών
Η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας θα κάνει δυσκολότερη τα επόμενα χρόνια την αύξηση των μισθών, ενώ οι αυξήσεις που καταγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια έχουν αφήσει ακάλυπτες τις απώλειες από τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού.
Όπως σημειώνει η Κομισιόν, οι πρόσφατες αυξήσεις των πραγματικών μισθών αντιστάθμισαν μόνο εν μέρει τις προηγούμενες απώλειες, ενώ η διαρθρωτικά χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας περιορίζει την αύξηση των μισθών στο μέλλον.
Η ονομαστική αύξηση των μισθών αναμένεται να φτάσει το 6,0% το 2024 και το 3,2% το 2025, αφού έφτασε το 3,7% το 2023. Με τη σειρά τους, οι πραγματικοί μισθοί, μετά από μια σημαντική πτώση το 2022 κατά 6,3% και μια μικρή αύξηση το 2023 κατά 0,3%, αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,9% το 2024 και κατά 1,1% το 2025.
Αυτή η ανάκαμψη των πραγματικών μισθών αντικατοπτρίζει τόσο τον χαμηλότερο πληθωρισμό όσο και την υψηλότερη ονομαστική αύξηση των μισθών, αλλά δεν θα είναι ακόμη επαρκής για να ανακτηθούν πλήρως οι απώλειες αγοραστικής δύναμης που παρατηρήθηκαν το 2022 και το 2023.
Οι κατώτατοι νόμιμοι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικότερα, κατά περίπου 25% μεταξύ Ιανουαρίου 2022 και Ιανουαρίου 2025, που αντιστοιχεί σε μια κατά προσέγγιση αύξηση 9,5% σε πραγματικούς όρους.
Η μέτρια αύξηση των μισθών την τελευταία δεκαετία επέτρεψε κάποια κέρδη στην ανταγωνιστικότητα κόστους, ιδίως εντός της ευρωζώνης, όπως φαίνεται από την αύξηση των μεριδίων αγοράς εξαγωγών και τη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Η αύξηση των μισθών ήταν επίσης πολύ κάτω από αυτό που θα αναμενόταν με βάση τις υποκείμενες μακροοικονομικές εξελίξεις. Τα τελευταία χρόνια, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC) στην Ελλάδα αυξήθηκε λιγότερο από ό,τι στα περισσότερα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Η αύξηση του ULC προβλέπεται να επιταχυνθεί από 2,5% το 2023 σε 4,9% το 2024, προτού μετριαστεί ξανά το 2025 (1,7%).
Ταυτόχρονα, η διαρθρωτικά χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγικότητας στην Ελλάδα αποτελεί πρόκληση, περιορίζοντας το πεδίο για περαιτέρω αύξηση των μισθών και επιβαρύνοντας την ανταγωνιστικότητα με την πάροδο του χρόνου.