Μια πολιτική μάχη που ίσως κρίνει την ίδια την επιβίωση της ενωμένης Ευρώπης άρχισε χθες, με τη δημοσίευση της πολυαναμενόμενης Έκθεσης Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται να αποφασίσουν να ενεργοποιήσουν ένα επενδυτικό πρόγραμμα που θα ξεπεράσει και το Σχέδιο Μάρσαλ, αλλά και αν θα κάνουν το μεγαλύτερο βήμα σύγκλισης, που αποτελεί ταμπού για τη Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά: την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους.
Ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης που διοίκησε την ΕΚΤ στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και πολλοί του πιστώνουν ότι έσωσε το ευρώ με μια φράση («θα κάνουμε ό,τι χρειασθεί»...), στην έκθεση που παρέδωσε στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προτείνει κάτι που θα ήταν αδιανόητο μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Να δημιουργηθεί ένας μόνιμος μηχανισμός έκδοσης ευρωπαϊκού χρέους, περίπου όπως αυτός που στήθηκε προσωρινά για τη χρηματοδότηση του Next Generation EU (το πρόγραμμα για την υπέρβαση των συνεπειών της πανδημίας), γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να χρηματοδοτηθεί το γιγαντιαίο επενδυτικό πρόγραμμα που χρειάζεται η Ευρώπη για την ψηφιοποίηση και απανθρακοποίηση της οικονομίας και τη θωράκιση της άμυνάς της, αλλά και για να αποκτήσει η χρηματοπιστωτική αγορά της Ευρώπης ένα ασφαλές χρηματοπιστωτικό μέσο, που θα της προσδώσει βάθος και επιταχύνει την ενοποίησή της.
Προβλέποντας ότι αυτή η πρόταση θα ξεσήκωνε θυελλώδεις αντιδράσεις από τη Γερμανία, ο Ντράγκι απάντησε προκαταβολικά στους επικριτές του: «Μην λέτε ψέματα στον εαυτό σας. Κάντε αυτό, αλλιώς θα είναι ένα αργό μαρτύριο», είπε χαρακτηριστικά. Βεβαίως, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, έσπευσε να δηλώσει την αντίθεσή του στην έκδοση κοινού χρέους, χωρίς να μασήσει τα λόγια του: «Είμαι πολύ επιφυλακτικός σχετικά με την προσέγγιση του κ. Ντράγκι για το χρέος, που συνοψίζεται ως εξής: "η Γερμανία πρέπει να πληρώσει για τους άλλους". Αυτό δεν μπορεί να είναι ένα γενικό σχέδιο», υπογράμμισε.
Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να πουν ότι το Σχέδιο Ντράγκι είναι θνησιγενές, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος της έκδοσης κοινού χρέους. Όπως εκτιμούν, ακόμη και αν η Κομισιόν αποφασίσει να περιλάβει την πρόταση στο δικό της σχέδιο που θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η οποία θα βασισθεί στις ιδέες Ντράγκι, η Γερμανία είναι βέβαιο ότι μόνη ή σε συμμαχία με άλλες χώρες του Βορρά θα πουν «όχι» και η πρόταση του Ιταλού κεντρικού τραπεζίτη θα μείνει στα χαρτιά.
Όμως, ο Ντράγκι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενσωμάτωσε στην έκθεσή του μια πρόταση που ήταν βέβαιο ότι θα ξεσήκωνε τόσο ισχυρές αντιδράσεις. Μια έκθεση, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζητήθηκε από τη Γερμανίδα πρόεδρο της Κομισιόν, η οποία γνώριζε τις απόψεις του. Η ιστορική διαδρομή της Ευρώπης, από την κρίση που ξέσπασε πρώτα στην Ελλάδα, το 2009, μέχρι την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει δείξει ότι μπορούν να γίνουν αλλαγές που ήταν αδιανόητες για τους Γερμανούς όταν αποδέχονταν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, επιβάλλοντας τον βασικό κανόνα που όριζε ότι κάθε χώρα θα ήταν υπεύθυνη μόνο για το δικό της χρέος.
Οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης κατέστησαν επιβεβλημένες μέσα από διαδοχικές κρίσης: η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας έκανε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρχικά να χρηματοδοτήσουν διμερώς την Ελλάδα και, στη συνέχεια, να δημιουργήσουν τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ως ένα μόνιμο μηχανισμό χρηματοδότησης χωρών που αντιμετώπιζαν κίνδυνο χρεοκοπίας, με ό,τι αυτή θα σήμαινε για τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Η κρίση της πανδημίας γέννησε το Ταμείο Ανάκαμψης, που χρηματοδοτήθηκε με κοινό δανεισμό, έστω και αν το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, με μια αυστηρή απόφαση, έκρινε ότι αυτός ο κοινός δανεισμός είναι συμβατός με το γερμανικό Σύνταγμα μόνο προσωρινά και ειδικά για την υπέρβαση των συνεπειών της κρίσης της πανδημίας.
Η σιγουριά με την οποία ο Ντράγκι λέει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τις μεγάλες επενδύσεις με χρηματοδότηση, εν μέρει, από κοινό δανεισμό φαίνεται ότι απορρέει από την ίδια τη δυναμική των γεγονότων των τελευταίων ετών, που ίσως οδηγήσει στο σπάσιμο και του τελευταίου ταμπού. Η Ευρώπη για πρώτη φορά από το 1945 απειλείται από μια πολεμική σύγκρουση στην ευρύτερη περιοχή της, ενώ η κλιματική αλλαγή και ο πολύ σκληρός παγκόσμιος ανταγωνισμός, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος, δημιουργούν τις συνθήκες που επιβάλλουν τεράστιες επενδύσεις για να μην υποστεί συντριπτική ήττα στο μέτωπο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Σε τέτοιες συνθήκες, η έκδοση κοινού χρέους φαίνεται αναγκαία, ακόμη και για τη Γερμανία, που είναι πολύ δύσκολο να φαντασθεί κανείς πώς θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την Ευρώπη.
Έτσι, η «σπίθα» που άναψε ο Ντράγκι δεν φαίνεται ότι θα σβήσει όσο γρήγορα ίσως θα ήθελαν οι κυβερνώντες στο Βερολίνο. Η επεξεργασία της πρότασης από την Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ίσως αργότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα είναι μια μακρά και σύνθετη διεργασία, που θα εξελίσσεται παράλληλα με κορυφαία ιστορικά γεγονότα, τα οποία θα την συνδιαμορφώνουν: τι θα γίνει, άραγε, αν μια νίκη του Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου οδηγήσει τις ΗΠΑ μακριά από το NATO και την παροχή εγγυήσεων για την ευρωπαϊκή ασφάλεια; Ή αν βρεθούμε κοντά σε μια στρατιωτική νίκη της Ρωσίας στην Ουκρανία, που θα επεκτείνει τις απειλές ακόμη και σε χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες, μετά το 1945, προκλήσεις, στην πραγματικότητα ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ότι η πρόταση Ντράγκι θα πέσει στο κενό.
Σε αυτή τη νέα πολιτική μάχη, η Ελλάδα είναι σαφές ότι βρίσκεται δίπλα στον Ντράγκι και στις χώρες που θα υποστηρίξουν τις προτάσεις του. Για τη χώρα μας, η ιδέα ότι ουσιαστικά θα μονιμοποιηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης δίνει απάντηση σε ένα θεμελιώδες οικονομικό πρόβλημα. Οι αναγκαίες επενδύσεις στην ψηφιοποίηση, την απανθρακοποίηση και την άμυνα θα είναι τεράστιες τα επόμενα χρόνια, ξεπερνώντας κατά πολύ τη -σημαντική- στήριξη που θα προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης. Η Ελλάδα δεν παύει να είναι η χώρα της Ευρώπης με το μεγαλύτερο χρέος και θα είναι πολύ δύσκολο να χρηματοδοτήσει αυτές τις επενδύσεις, αν δεν βρεθεί ένας τρόπος μόνιμης υποστήριξης από ένα μηχανισμό κοινού δανεισμού, με τα χαρακτηριστικά του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τι λέει ο Ντράγκι για το κοινό χρέος
Σύμφωνα με την Έκθεση Ντράγκι, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια πρωτοφανή πρόκληση. Χρειάζεται τεράστιες επενδύσεις, που θυμίζουν τις δεκαετίες της ανοικοδόμησης μετά τον Πόλεμο. Όπως αναφέρει η έκθεση,
- Για να ψηφιοποιηθεί και να απαλλαγεί η οικονομία από τις ανθρακούχες εκπομπές και να αυξηθεί η αμυντική μας ικανότητα, το μερίδιο των επενδύσεων στην Ευρώπη θα πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε επίπεδα που παρατηρήθηκαν τελευταία φορά τις δεκαετίες του 1960 και του '70. Αυτό είναι άνευ προηγουμένου: για λόγους σύγκρισης, οι πρόσθετες επενδύσεις που παρείχε το Σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 1948-51 ανήλθαν σε περίπου 1-2% του ΑΕΠ ετησίως.
- Οι χρηματοδοτικές ανάγκες που απαιτούνται για να επιτύχει η ΕΕ τους στόχους της είναι τεράστιες, αλλά οι παραγωγικές επενδύσεις είναι αδύναμες παρά τις άφθονες ιδιωτικές αποταμιεύσεις. Για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην παρούσα έκθεση, απαιτούνται ελάχιστες ετήσιες πρόσθετες επενδύσεις ύψους 750 έως 800 δισ. ευρώ, με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις της Επιτροπής, που αντιστοιχούν στο 4,4 - 4,7% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2023. Για λόγους σύγκρισης, οι επενδύσεις στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ μεταξύ 1948-51 ισοδυναμούσαν με 1-2% του ΑΕΠ της ΕΕ. Η επίτευξη αυτής της αύξησης θα απαιτούσε άλμα του μεριδίου των επενδύσεων της ΕΕ από περίπου 22% του ΑΕΠ σήμερα σε περίπου 27%, αντιστρέφοντας μια πτώση πολλών δεκαετιών στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες της ΕΕ.
- Ωστόσο, οι παραγωγικές επενδύσεις στην ΕΕ δεν ανταποκρίνονται σε αυτήν την πρόκληση. Μετά τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, έχει ανοίξει ένα σημαντικό και επίμονο χάσμα μεταξύ των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, το χάσμα ιδιωτικών επενδύσεων μεταξύ των δύο οικονομιών δεν αντισταθμίστηκε από τις υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες επίσης μειώθηκαν μετά την Κρίση και ήταν σταθερά χαμηλότερες στην ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ.
- Τα νοικοκυριά της ΕΕ παρέχουν άφθονες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση υψηλότερων επενδύσεων, αλλά επί του παρόντος οι αποταμιεύσεις αυτές δεν διοχετεύονται αποτελεσματικά σε παραγωγικές επενδύσεις. Το 2022, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών της ΕΕ ανήλθαν σε 1,390 δισ. ευρώ σε σύγκριση με 840 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ. Ωστόσο, παρά τις υψηλότερες αποταμιεύσεις τους, τα νοικοκυριά της ΕΕ έχουν σημαντικά χαμηλότερο πλούτο από τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ, κυρίως λόγω των χαμηλότερων αποδόσεων που λαμβάνουν από τις χρηματοπιστωτικές αγορές για τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Κατά τον Ντράγκι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να καλυφθεί η χρηματοδότηση που χρειάζεται για αυτές τις επενδύσεις εκτός από τον κοινό δανεισμό. Όπως τονίζεται στην έκθεση,
- Η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της τακτικής έκδοσης κοινών ασφαλών περιουσιακών στοιχείων (σ.σ.: ομόλογα με εγγύηση από όλα τα κράτη), ώστε να καταστεί δυνατή η υλοποίηση κοινών επενδυτικών σχεδίων μεταξύ των κρατών μελών και να συμβάλει στην ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών. Εάν υπάρχουν οι πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις που περιγράφονται ανωτέρω, η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει – με βάση το μοντέλο του NGEU – να εκδίδει κοινά χρεόγραφα, τα οποία θα χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση κοινών επενδυτικών έργων που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια της ΕΕ. Δεδομένου ότι αρκετά από αυτά τα έργα έχουν πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, όπως η χρηματοδότηση της Έρευνας και Ανάπτυξης και οι δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας, η κοινή έκδοση αναμένεται με την πάροδο του χρόνου να δημιουργήσει μια βαθύτερη και πιο ρευστή αγορά ομολόγων της ΕΕ, επιτρέποντας στην αγορά αυτή να στηρίξει σταδιακά την ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών της Ευρώπης.
Ένα βασικό επιχείρημα υπέρ της έκδοσης κοινού χρέους είναι ότι θα βοηθήσει στην ενοποίηση και εμβάθυνση της χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ευρώπης, ένα σημείο όπου υστερεί έντονα απέναντι στις ΗΠΑ. Όπως αναφέρει η έκθεση,
- Είναι αναμφισβήτητο ότι η έκδοση ενός κοινού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου θα καθιστούσε την Ένωση Κεφαλαιαγορών πολύ πιο εύκολη στην επίτευξη και πληρέστερη. Πρώτον, θα διευκόλυνε την ομοιόμορφη τιμολόγηση των εταιρικών ομολόγων και παραγώγων παρέχοντας ένα βασικό σημείο αναφοράς, συμβάλλοντας με τη σειρά του στην τυποποίηση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε ολόκληρη την ΕΕ και καθιστώντας τις αγορές πιο διαφανείς και συγκρίσιμες. Δεύτερον, θα παρείχε ένα είδος ασφαλούς χρεογράφου, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε κάθε κράτος μέλος και σε όλα τα τμήματα της αγοράς, στις δραστηριότητες των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και στις διατραπεζικές ανταλλαγές ρευστότητας, μεταξύ άλλων και σε διασυνοριακή βάση. Τρίτον, ένα κοινό ασφαλές περιουσιακό στοιχείο θα παρείχε μια μεγάλη, ρευστή αγορά που προσελκύει επενδυτές από όλο τον κόσμο, οδηγώντας σε χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου και αποτελεσματικότερες χρηματοπιστωτικές αγορές σε ολόκληρη την ΕΕ. Το περιουσιακό αυτό στοιχείο θα αποτελέσει επίσης τη βάση των διεθνών αποθεμάτων σε ευρώ που κατέχουν άλλες κεντρικές τράπεζες, ενισχύοντας τον ρόλο του ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος. Τέταρτον, θα παρείχε σε όλα τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά ένα ασφαλές και ρευστό περιουσιακό στοιχείο λιανικής, προσβάσιμο σε κοινή τιμή, μειώνοντας τις ασυμμετρίες πληροφόρησης και την «εγχώρια μεροληψία» στην κατανομή των κεφαλαίων για ιδιώτες επενδυτές.
Τέλος, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, «κάποια κοινή χρηματοδότηση επενδύσεων σε επίπεδο ΕΕ είναι απαραίτητη για τη μεγιστοποίηση της αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς και για τη χρηματοδότηση άλλων ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών. Όσο περισσότερο εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις τη στρατηγική που περιγράφεται στην παρούσα έκθεση, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και τόσο ευκολότερο θα είναι για τις κυβερνήσεις να επωμιστούν το δημοσιονομικό κόστος της στήριξης των ιδιωτικών επενδύσεων και των ίδιων των επενδύσεων. Η κοινή χρηματοδότηση συγκεκριμένων έργων θα είναι καίριας σημασίας για τη μεγιστοποίηση της αύξησης της παραγωγικότητας της στρατηγικής, όπως η επένδυση σε πρωτοποριακή έρευνα και υποδομές για την ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στην οικονομία».