Αυξήσεις «φωτιά» σε εκατοντάδες φάρμακα θα δουν από σήμερα οι καταναλωτές καθώς θα ισχύσει μία μεσοσταθμική αύξηση τιμών κατά 35% σε περίπου 700 γενόσημα και εκτός πατέντας παλαιά φάρμακα. Πρόκειται για προϊόντα τα οποία είχαν πολύ χαμηλές τιμές και υπήρχε περίπτωση να αποσυρθούν από την ελληνική αγορά.
Οι αυξήσεις ακολουθούν σχετικό αίτημα φαρμακευτικών εταιρειών, καθώς το κόστος παραγωγής τους είναι υψηλότερο από το κέρδος. Εκτιμάται πως περίπου 200 φάρμακα δεν κυκλοφορούν και εισάγονται από το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), με τιμές λιανικής οι οποίες είναι έως και πολλαπλάσιες.
Στο τέλος Ιουλίου, ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ) ανακοίνωσε τις τιμές για 1.242 κωδικούς σκευασμάτων για τα οποία οι εταιρείες που τα διακινούν, είχαν αιτηθεί την αναπροσαρμογή τους (μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και 6 σκευάσματα που έλαβαν πρώτη φορά τιμή).
Οι αυξήσεις τιμών έγιναν και σε περιπτώσεις πολύ φθηνών φαρμάκων, με σκοπό να μην εξαφανιστούν αυτά από την ελληνική αγορά. Ενώ συνεχίζονται τα προβλήματα στη διαθεσιμότητα τέτοιων σκευασμάτων τα οποία είναι μοναδικά και αναντικατάστατα. Ένα άλλο κριτήριο που ελήφθη υπόψη προκειμένου να πάρουν τα φάρμακα αυξημένη τιμή είναι εάν κάποια εξ αυτών είχαν τιμή μικρότερη από τον μέσο όρο των δύο χαμηλότερων τιμών της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τη λίστα που έγινε γνωστή από τον ΕΟΦ, προκύπτουν αυξήσεις άνω του 1% για 843 σκευάσματα. Μάλιστα για περίπου 700 κωδικούς η αύξηση είναι πάνω από 10% ενώ κατά 20% και πάνω αυξάνονται 570. Σε περίπου 100 φάρμακα υπερδιπλασιάστηκε η τιμή τους. Πιο συγκεκριμένα, σε 100 φάρμακα η αύξηση ήταν κατά 100% φτάνοντας σε ένα σκεύασμα το ποσοστό 448%. Είναι η μεγαλύτερη διαφορά και πρόκειται για σκεύασμα με βάση τη τυροθρισίνη (δερματολογικό αντιβιοτικό), το οποίο από 0,96 ευρώ φτάνει στα 5,26 ευρώ.
Στην απόφαση που εκδόθηκε για τις νέες τιμές σημειώνεται πως προκαλείται ενδεχόμενη πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ, αλλά το ύψος της δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί «καθώς αυτό θα εξαρτηθεί από τον όγκο των πωλήσεων, την τιμή αποζημίωσης (που ενδέχεται να είναι και εμπιστευτική μέσω διαπραγμάτευσης), αλλά και από οποιαδήποτε υποκατάσταση ακριβότερων ή φτηνότερων αποζημιωνόμενων θεραπειών».