Νέος γύρος πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται να δημιουργηθεί από την αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, σε μια άνοδο που συνεχίζεται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου στην χονδρική αγορά με νέα δυναμική.
Εδώ και τρεις μήνες, οι τιμές χονδρικής έχουν «πάρει φωτιά» ωθώντας προς τα πάνω τα τιμολόγια που πληρώνουν οι καταναλωτές.
Οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι ο ανοδικός κύκλος δημιουργεί ένα νέο «πρόβλημα πληθωρισμού» που αναμένεται να αποτυπωθεί στους δείκτες τιμών τους επόμενους 1-2 μήνες.
Σύμφωνα με στοιχεία από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, για τις πρώτες 12 μέρες του Ιουλίου, η μέση τιμή του ρεύματος στη χονδρική ήταν 120,32 ευρώ/MWh, καταγράφοντας αύξηση 21% σε σύγκριση με την τιμή του Ιουνίου που ήταν 98,89 ευρώ/MWh.
Σημειώνεται ότι τον Μάιο η μέση τιμή ήταν στα 81,08 ευρώ/MWh, παρουσιάζοντας αύξηση σε ορίζοντα διμήνου που φτάνει το 48%, ενώ η μέση τιμή τον Απρίλιο ήταν στα 60,11 ευρώ/MWh.
Σε ό,τι αφορά το καλάθι των προϊόντων που χρησιμοποιείται για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας κινούνται πτωτικά, οδηγώντας τον πληθωρισμό σε χαμηλότερα επίπεδα ωστόσο εξασθενεί αυτή η ευνοϊκή επίδραση.
Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο η τιμή του ηλεκτρισμού σημείωσε μείωση κατά 3,6% και ως αποτέλεσμα η επίπτωση στον δείκτη ήταν κατά -0,10, ενώ τον Απρίλιο η μείωση της τιμής ανήλθε στο 3,4% (ετήσια επίπτωση -0,09). Πριν από λίγες ημέρες, τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούνιο δείχνουν ότι οι τιμές του ηλεκτρισμού μειώθηκαν κατά 0,7% με επίπτωση στον δείκτη τιμών κατά -0,02.
«Χάνουμε την αντιπληθωριστική πίεση των τελευταίων μηνών», τονίζει οικονομολόγος στο BD. «Τους επόμενους μήνες θα δούμε μια αυξητική πίεση από τον ηλεκτρισμό στον πληθωρισμό. Οι αυξήσεις δεν θα έχουν σχέση με αυτά που είδαμε το 2021-2022, αλλά θα δημιουργήσουν μια ανοδική πίεση», ανέφερε ο ίδιος.
Η εποχικότητα
Οι τιμές της χονδρικής ενέργειας συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία κυρίως λόγω του φυσικού αερίου που μπαίνει στο σύστημα ώστε να σταθεροποιηθεί η παραγωγή του ρεύματος σε συνθήκες καύσωνα.
Με τα κλιματιστικά συστήματα να καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ενέργειας, το φυσικό αέριο καλύπτει τα κενά που δημιουργούν οι αυξομειώσεις παραγωγής τόσο των φωτοβολταϊκών όσο και των αιολικών πάρκων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η τιμή της χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας εκτοξεύεται τις απογευματινές ώρες όταν οι ΑΠΕ αποδίδουν λιγότερο, ενώ η ζήτηση από τα κλιματιστικά παραμένει υψηλή.
Ενδεικτικά, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας για σήμερα εκτοξεύτηκε σε ποσό-ρεκόρ των 550 ευρώ/MWh, από περίπου 130 ευρώ/MWh, στις 19.00, δηλαδή όταν μειώνεται η παραγωγή των ΑΠΕ και αυξάνεται η συμμετοχή του φυσικού αερίου και του λιγνίτη.
Με τη μέση τιμή να διαμορφώνεται στα 120,32 ευρώ/MWh, προμηνύεται άλλο ένα μεγάλο χτύπημα στα οικονομικά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων τον Αύγουστο. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι τους τελευταίους μήνες η ΔΕΗ που δίνει τον τόνο στην ευρύτερη αγορά ως ηγέτιδα του κλάδου απορρόφησε μεγάλο κομμάτι των αυξήσεων στα πράσινα τιμολόγια, αυξάνοντας την έκπτωση πάνω από το 30%.
Το φυσικό αέριο εκτοπίζει τις ΑΠΕ
Αυτά τα φαινόμενα της εποχικότητας εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, γεγονός που θα συντηρήσει την παραμονή των τιμών του ρεύματος σε υψηλότερα επίπεδα.
Για σήμερα, η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς της Αγοράς Επόμενης Ημέρας διαμορφώνεται στα 190,13 ευρώ/MWh, η υψηλότερη του μήνα, με ποσοστιαία άνοδο +2,9% από χθες όταν βρέθηκε στα 184,79 ευρώ/MWh.
Σχετικά με το ενεργειακό μείγμα, το φυσικό αέριο έχει και πάλι τον πρωταρχικό ρόλο. Συγκεκριμένα το φυσικό αέριο συνεισφέρει το 39,7% του ενεργειακού μείγματος, οι ΑΠΕ το 33,4%, ο λιγνίτης το 9,9% (υδροηλεκτρικά 4,8% και εισαγωγές 7,6%).
Στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη ΔΕΣΦΑ χθες επιβεβαιώνουν τον κρίσιμο ρόλο που παίζει το φυσικό αέριο στην ηλεκτρική ενέργεια της χώρας.
Όσον αφορά τις κατηγορίες καταναλωτών φυσικού αερίου, οι ηλεκτροπαραγωγοί συνεχίζουν να καταγράφουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση στη Ελλάδα, καλύπτοντας το 63,97% της εγχώριας ζήτησης με 19,69 TWh σε σύνολο 30,78 TWh, καταγράφοντας αύξηση κατά 30,92% συγκριτικά με πέρυσι, τονίζει σε ανακοίνωση της η ΔΕΣΦΑ.