Μέσα από την Ελλάδα θα περάσει για πρώτη φορά αμερικανικό LNG που προορίζεται για την Ουκρανία, σε μια εξέλιξη που αναβαθμίζει τον στρατηγικό ρόλο της χώρας στην νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στην Αθήνα, αξιωματούχοι αναφέρουν σε δηλώσεις τους στο Business Daily ότι η συμφωνία τονίζει τον σημαντικό ρόλο που έχουν οι ενεργειακές υποδομές της χώρας ενώ παράλληλα ενισχύεται ο Κάθετος Διάδρομος.
Η συμφωνία μεταξύ του μεγαλύτερου ιδιωτικού παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας της Ουκρανίας, της DTEK, και της αμερικάνικης Venture Global προβλέπει την αγορά σημαντικής ποσότητας φορτίων LNG. Η παροχή του LNG από τις ΗΠΑ προβλέπεται ότι θα ξεκινήσει μέχρι το τέλος της χρονιάς, σε μια συμφωνία που θα διαρκέσει για τα επόμενα δύο χρόνια, όπως αναφέρει η Financial Times.
Η προμήθεια του αερίου θα γίνεται από τις εγκαταστάσεις Plaquemines της Venture Global στην ακτή του Κόλπου της Λουιζιάνα και εκτός από την Ουκρανία θα κατευθύνεται και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Αυτό που δεν είναι ακόμη γνωστό είναι το πλήθος των φορτίων και οι ακριβείς όγκοι.
Για τις ανάγκες της συμφωνίας, θα χρησιμοποιηθούν διάφορα ευρωπαϊκά λιμάνια για τη μεταφορά του φορτίου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα αξιοποιηθούν οι σταθμοί FSRU της Ρεβυθούσας και της Αλεξανδρούπολης, καθώς η Ουκρανία δεν διαθέτει τερματικά LNG.
Αφού περάσει από την Ελλάδα τότε θα κάνει στη συνέχεια χρήση των υποδομών του Κάθετου Διαδρόμου. Υπενθυμίζεται ότι ο Κάθετος Διάδρομος φιλοδοξεί να ενισχύσει σημαντικά τις δυνατότητες μεταφοράς φυσικού αερίου στην αγορά της ΕΕ, από την Ελλάδα στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία και αντίστροφα, μέσα από ευρωπαϊκά συστήματα μεταφοράς φυσικού αερίου και LNG, αξιοποιώντας τις ενισχυμένες δυνατότητες των νέων και υπό ανάπτυξη FSRUs.
Μείωση της κυριαρχία της Μόσχας
Εκτός από την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της Ουκρανίας, η συμφωνία στοχεύει στη μείωση της κυριαρχίας που απολαμβάνει η Μόσχα στην Ανατολική Ευρώπη στον τομέα του φυσικού αερίου. Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που η Ουκρανία αγοράζει υγροποιημένο φυσικό αέριο απευθείας από τις ΗΠΑ.
Έρχεται σε μια χρονική στιγμή που η Ευρώπη προσπαθεί να απογαλακτιστεί από τις εισαγωγές μέσω ρωσικών αγωγών, λίγους μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς συμφωνίας με τη ρωσική Gazprom για τη διοχέτευση φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας προς την Ευρώπη.
Αν και έχουν περάσει δύο χρόνια και μερικοί μήνες από την ρωσική εισβολή της Ουκρανίας και την απόφαση της Ε.Ε. να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, η εικόνα σε ό,τι αφορά την προμήθεια της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού παραμένει εξαιρετικά θολή, τονίζουν ειδικοί.
Το ρωσικό αέριο εξακολουθεί να τροφοδοτεί πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Green Tank, υπάρχουν δύο πύλες εισόδου στην Ελλάδα, όσον αφορά στο φυσικό αέριο που προέρχεται από τη Ρωσία.
Η μία είναι από το Σιδηρόκαστρο μέσω του αγωγού Turkstream και η δεύτερη -σε μορφή υγροποιημένου ορυκτού αερίου (LNG)- είτε από την πύλη της Αγίας Τριάδας ή από την πύλη της Αμφιτρίτης.
Η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από τον πόλεμο, είχε ως αποτέλεσμα την αισθητή μείωση των εισαγωγών ρωσικού αερίου από τον Turkstream ήδη από τον Απρίλιο του 2022. Όμως, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, άλλαξε η εικόνα.
Κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο Ιουνίου 2023 – Μαΐου 2024 οι συνολικές εισαγωγές ρωσικού αερίου ήταν τουλάχιστον 33.86 TWh, δηλαδή 50.1% περισσότερες από την αντίστοιχη δωδεκάμηνη περίοδο πριν και κατά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία (22.56 TWh μεταξύ Ιουνίου 2021 και Μαΐου 2022).
Για τον Μάιο, οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία μέσω του αγωγού Turkstream από την πύλη Σιδηροκάστρου (3.13 ΤWh) ήταν ενδεκαπλάσιες σε σχέση με τον Μάιο του 2023, με αποτέλεσμα το μηνιαίο μερίδιο των εισαγωγών από τον Turkstream να ξεπεράσει το 60% (64.1%).
Σε αντίθεση με την πύλη του Σιδηροκάστρου, στην πύλη της Αγίας Τριάδας η μηνιαία ροή υγροποιημένου ορυκτού αερίου (LNG) τον Μάιο 2024 περιορίστηκε σημαντικά σε μόλις 0.74 ΤWh, μια μείωση 74.9% σε σχέση με τον Μάιο 2023. Έτσι, το LNG για δεύτερο συνεχόμενο μήνα έπεσε στην τρίτη θέση, με μερίδιο 15.2% στις συνολικές εισαγωγές.