Η βελτίωση τόσο στο πραγματικό ΑΕΠ όσο και στο δυνητικό είναι ιδιαίτερα ισχυρή την τελευταία τριετία, αλλά προκειμένου να πραγματοποιηθεί ουσιαστική οικονομική σύγκλιση με την ΕΕ, βασική προϋπόθεση είναι η διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή η άνοδος του δυνητικού ΑΕΠ, όπως τονίζει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι κρίσιμης σημασίας η υλοποίηση των επενδύσεων στο πλαίσιο απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και, επομένως, η ενίσχυση του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου της χώρας αλλά και η αύξηση της παραγωγικότητας τόσο του κεφαλαίου, όσο και της εργασίας.
Από την άλλη πλευρά, η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται μεσοπρόθεσμα και κυρίως μακροπρόθεσμα να επιδράσει αρνητικά στον παραγωγικό συντελεστή εργασία, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία που θα μπορεί να εργαστεί εκτιμάται ότι θα μειωθεί. Παράγοντες που δύνανται να αντισταθμίσουν την αρνητική αυτή επίδραση είναι, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, η αναστροφή του φαινομένου του brain drain και η υλοποίηση αποτελεσματικών μεταναστευτικών πολιτικών.
Στην έκθεση τονίζεται ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε σωρευτικά κατά 18,6% την τελευταία τριετία και διαμορφώθηκε σε Ευρώ 19,2 χιλ. Αν και πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση που έχει καταγραφεί από το 2010, εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων που είχαν καταγραφεί πριν από την οικονομική κρίση κατά περίπου 15% (Γράφημα 1).
Επιπρόσθετα, ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του κοινοτικού μέσου, με βάση τις Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (ΙΑΔ), παρέμεινε σχεδόν σταθερός κατά το περασμένο έτος (67,3% από 67,2% το 2022), όντας ο δεύτερος χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), ενώ το 2006 ήταν ίσος με σχεδόν 98%. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να αυξηθεί με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με αυτό της ΕΕ-27 τη διετία 2024-2025 και, ως εκ τούτου, η αναλογία προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα βελτιωθεί περαιτέρω.
Η πορεία του δυνητικού ΑΕΠ
Το δυνητικό ΑΕΠ είναι το προϊόν που δύναται να παραγάγει μία οικονομία χρησιμοποιώντας πλήρως και με τον πιο αποδοτικό τρόπο τους παραγωγικούς συντελεστές κεφάλαιο και εργασία. Ως εκ τούτου, το δυνητικό ΑΕΠ αντανακλά τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, ενώ η σύγκρισή του με το πραγματικό ΑΕΠ υποδεικνύει εάν η οικονομία λειτουργεί πάνω ή κάτω από αυτές. Σημειώνεται ότι η διαφορά των δύο μεγεθών, δηλαδή το πραγματικό μείον το δυνητικό ΑΕΠ, ορίζεται ως παραγωγικό κενό και εκφράζεται, συνήθως, ως ποσοστό του δεύτερου.
Όταν το πραγματικό ΑΕΠ υπερβαίνει το δυνητικό (θετικό παραγωγικό κενό) υπάρχει υψηλή ζήτηση και η οικονομία λειτουργεί με υψηλότερους ρυθμούς από αυτούς που μπορεί να διατηρήσει με βιώσιμο τρόπο, ενώ όταν το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται του δυνητικού (αρνητικό παραγωγικό κενό) υπάρχει υποαπασχόληση των διαθέσιμων πόρων και, συνεπώς, η οικονομία λειτουργεί κάτω από τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Η άνοδος του δυνητικού ΑΕΠ, την τελευταία διετία, προήλθε τόσο από την αύξηση των παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας, όσο και από την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας (total factor productivity). Συγκεκριμένα, το απόθεμα φυσικού κεφαλαίου, το οποίο δέχτηκε σημαντικό πλήγμα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα, καθώς οι επενδύσεις υπολείπονταν των αποσβέσεων με αποτέλεσμα τη διάβρωσή του, κατέγραψε οριακή άνοδο το 2023, για πρώτη φορά από το 2009 (Γράφημα 2).
Παράλληλα, ιδιαίτερα έντονη ήταν η αύξηση που κατέγραψε η παραγωγικότητα των συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας, της τάξης του 3% ετησίως τη διετία 2021-2022, ενώ το 2023 αυξήθηκε κατά 0,9%. Στις εξελίξεις αυτές σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η διαρκής άνοδος των επενδύσεων από το 2020 και μετά. Τέλος, το εργατικό δυναμικό, αν και δεν έχει ανακάμψει από την προηγούμενη δεκαετία, όταν πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εκροές καταρτισμένου ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό (brain drain), κατέγραψε σημαντική άνοδο το 2022 και οριακή πτώση το 2023.
Τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, το πραγματικό ΑΕΠ υπερέβαινε το δυνητικό, καταγράφοντας τις υψηλότερες τιμές τους, το μεν πραγματικό ΑΕΠ το 2007 (Ευρώ 240 δισ.), το δε δυνητικό το 2009 (Ευρώ 236 δισ.) . Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ο συνδυασμός παρατεταμένης αποεπένδυσης και εκροής καταρτισμένου εργατικού δυναμικού αποδυνάμωσε τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, ενώ η εσωτερική υποτίμηση που συντελέστηκε είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση της εγχώριας ζήτησης και, κατά συνέπεια, του πραγματικού ΑΕΠ.
Η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει από το 2017 -με εξαίρεση το 2020 εξαιτίας της πανδημίας-, με το πραγματικό ΑΕΠ να προσεγγίζει τα Ευρώ 194,5 δισ. το 2023, ενώ η πτωτική πορεία του δυνητικού ΑΕΠ ανακόπηκε μόλις την τελευταία διετία, για να διαμορφωθεί σε Ευρώ 194 δισ. το περασμένο έτος (Γράφημα 3). Ως αποτέλεσμα, το έντονα αρνητικό παραγωγικό κενό της περασμένης δεκαετίας εξαλείφθηκε, ενώ το 2023 καταγράφηκε θετικό παραγωγικό κενό για πρώτη φορά από το 2008.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , το θετικό παραγωγικό κενό αναμένεται να διευρυνθεί τη διετία 2024-25, καθώς το δυνητικό ΑΕΠ θα αυξηθεί μεν (2024: 1,2%, 2025: 1,6%), αλλά ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ (2024: 2,2%, 2025: 2,3%) θα είναι υψηλότερος. Επιπλέον, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, μεταξύ άλλων, με τη σημαντική ώθηση των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με αποτέλεσμα την άνοδο του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου (2024: 0,4%, 2025: 0,8%). Η ενσωμάτωση στην παραγωγική διαδικασία νέων και καινοτόμων τεχνολογιών, παράλληλα, θα ενισχύσει και την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, η οποία βάσει των προβλέψεων της ΕΕ θα αυξηθεί κατά 1,1% φέτος και 1,5% το 2025.
Δημογραφικές εξελίξεις και δυνητικό ΑΕΠ
Από την άλλη πλευρά, σε ό,τι αφορά στο εργατικό δυναμικό, φαίνεται ότι τα δύο δημογραφικά ισοζύγια, δηλαδή το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων και το ισοζύγιο μεταναστευτικών ροών, είχαν αρνητική επίδραση κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Οι δημογραφικές εξελίξεις, δηλαδή η γήρανση του πληθυσμού και η υπογεννητικότητα, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να έχουν αρνητική επίδραση μεσοπρόθεσμα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με σχετική αναφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2024 Ageing Report, November 2023), το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία που θα μπορεί να εργαστεί (working age population, 20-64 ετών) προβλέπεται ότι θα μειωθεί πάνω από 7% μέχρι το 2030 (σε σύγκριση με το 2022), ενώ ο λόγος εξάρτησης των ηλικιωμένων (old age dependency ratio, 65+ προς 20-64 ετών) θα διαμορφωθεί αντίστοιχα σε 46%, από 39% το 2022. Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις θα μπορούσαν να μετριαστούν μέσω της εφαρμογής πολιτικών ενίσχυσης της οικογένειας, κάποιες εκ των οποίων εφαρμόζονται ήδη (π.χ. αύξηση του επιδόματος γέννησης στα Ευρώ 2.400-3.500 αναλόγως του αριθμού των τέκνων, αύξηση του αφορολόγητου κατά Ευρώ 1.000 για οικογένειες με παιδιά, αύξηση του επιδόματος μητρότητας σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες), ενώ, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού, μετά τις Ευρωεκλογές θα ανακοινωθούν νέες παροχές.