Ισχυρή ανάπτυξη, θετικές προοπτικές, ώθηση από τον τουρισμό αλλά και διατήρηση της ακρίβειας είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως αναφέρει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Στην ανάλυση τονίζεται ότι το ΑΕΠ το 2023 ενισχύθηκε κατά 2%, εμφανίζοντας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς μεταξύ των κρατών – μελών της ευρωζώνης, ενώ θετική ήταν η έκπληξη από τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Το πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 1,9% του ΑΕΠ (4,1 δισεκ. ευρώ), υπερβαίνοντας τις προηγούμενες εκτιμήσεις, όπως περιλαμβάνονταν στον προϋπολογισμό του οικονομικού επιτελείου για το 2024, για πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ (2,55 δισεκ. ευρώ). Η διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος προήλθε κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των φορολογικών εσόδων, η οποία συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, της απασχόλησης και του εισοδήματος των νοικοκυριών.
Αυτή η σημαντική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου αποτελούσε ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ για δεύτερο συνεχές έτος. Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας και τον επίμονο πληθωρισμό, οδήγησε στην περαιτέρω μείωση, κατά 10,8 π.μ., του δημόσιου χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ), φθάνοντας στο 161,9% του ΑΕΠ. Η επίδοση αυτή βασίζεται στις αξιοσημείωτες μειώσεις που επιτεύχθηκαν τα προηγούμενα έτη, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη σωρευτική μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της ΕΕ κατά την περίοδο 2020-2023, η οποία εκτιμάται σε 45,1 π.μ.
Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της Ελλάδας. Πρόσφατα, οι προσφορές για το νέο 30ετές ομόλογο ξεπέρασαν τα 33 δισ. ευρώ, καλύπτοντας 11 φορές τα 3 δισ. ευρώ που είχαν αντληθεί. Η απόδοση ήταν 4,241%, μόλις 20 μονάδες βάσης υψηλότερη από το 30ετές ομόλογο που εξέδωσε η Ισπανία τον Φεβρουάριο και 20 μονάδες βάσης χαμηλότερη από το 30ετές της Ιταλίας. Η επιτυχία του 30ετούς ομολόγου συμβαδίζει με την αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας σε θετικές, η οποία αποφασίστηκε και δόθηκε πριν από λίγες ημέρες από την S&P. Η Ελλάδα αναμένεται να παραμείνει σταθερά προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία, με πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπεται για το 2024, στο 2,1% στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του ΥΠΟΙΚ 2024 και με επακόλουθη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 152,7% το 2024.
Ωστόσο, η εφαρμογή των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων ενδέχεται να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση να ακολουθήσει ακόμη πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και να στοχεύσει σε υψηλό δημοσιονομικό πλεόνασμα μακροπρόθεσμα. Τα υψηλότερα επιτόκια αναμένεται να έχουν μέτρια επίπτωση στα δημόσια οικονομικά τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι η Ελλάδα κατέχει σημαντικό μέρος του χρέους της από διεθνείς οργανισμούς με ευνοϊκούς όρους.
Η αναπτυξιακή δυναμική της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να συνεχιστεί το 2024, παρά τις ανανεωμένες γεωπολιτικές εντάσεις και την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι αναπτυξιακές αυτές επιδόσεις αναμένεται να επιτευχθούν χάρη στην ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση, η οποία υποστηρίζεται από την περαιτέρω ενίσχυση της δυναμικής της απασχόλησης και τη συνεχιζόμενη ανάκτηση των απωλειών αγοραστικής δύναμης που προκλήθηκαν από τον υψηλό πληθωρισμό των δύο τελευταίων ετών, την αυξανόμενη συμβολή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.
Ώθηση για τον τουρισμό
Επιπλέον, η δυναμική του ελληνικού τουρισμού για το 2024 παραμένει ισχυρή, ενισχύοντας έτσι τη συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών στην οικονομική δραστηριότητα και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το 2023, τόσο οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) όσο και οι εισερχόμενοι ταξιδιώτες αυξήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 2019 προ της πανδημίας, που ήταν -μέχρι πρόσφατα- η χρονιά ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν σε 20,5 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 15,7% σε σχέση με το 2022 (17,7 δισ. ευρώ) και κατά 12,5% σε σχέση με το 2019 (18,2 δισ. ευρώ). Οι εισερχόμενοι ταξιδιώτες ανήλθαν σε 32,7 εκατομμύρια, αυξημένοι κατά 17,6% σε σχέση με το 2022 και κατά 4,4% σε σχέση με το 2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αντισταθμίζουν το 63% του εμπορικού ελλείμματος, έναντι 45% το 2022, ως συνδυαστικό αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων (που συνεισφέρουν το 42% των συνολικών εισπράξεων από υπηρεσίες) όσο και της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος κατά 18%.
Οι προοπτικές για την τουριστική βιομηχανία το 2024 παραμένουν ευνοϊκές, παρά τις πιέσεις στην εξωτερική ζήτηση, λόγω του υψηλού -αν και επιβραδυνόμενου- πληθωρισμού στην Ευρώπη και των γεωπολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και την Ερυθρά Θάλασσα.
Αυτό αντικατοπτρίζεται στις επιδόσεις του τουρισμού κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2024, την αισιόδοξη επιχειρηματική δραστηριότητα του κλάδου προσδοκίες και την ετήσια αύξηση των διεθνών τουριστικών αφίξεων τον Μάρτιο. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2024, οι τουριστικές εισπράξεις και οι αφίξεις κατέγραψαν ετήσια αύξηση 24,5% και 20,7% αντίστοιχα. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα της Ε.Ε., οι επιχειρηματικές προσδοκίες στα ξενοδοχεία, τα ταξιδιωτικά γραφεία, τις τουριστικές πρακτορεία και υπηρεσίες εστίασης, ήταν σε θετικό έδαφος το πρώτο τρίμηνο του 2024, με ανοδική τάση από το περίπου από τα μέσα του 2020 και μετά.
Όσον αφορά το τελευταίο, σημειώνεται ότι οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις υπηρεσίες εστίασης ήταν ιστορικά υψηλές τον Μάρτιο. Επιπλέον, οι διεθνείς αφίξεις τουριστών στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) και στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας αυξήθηκαν τον Μάρτιο κατά 23,5% και 16,1% αντίστοιχα σε σχέση με τον περυσινό έτος. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδόσεις του τουριστικού τομέα εξαρτώνται από την εφαρμογή των έργων υποδομής στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου, της ανάπτυξης των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, των πράσινων επενδύσεων, της βελτίωσης της προσβασιμότητας και της επανεκπαίδευσης και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων του τομέα.
Παραμένει η ακρίβεια
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις , οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν σε ανοδική τροχιά το 2024 - αν και με βραδύτερο ρυθμό - με τον γενικό πληθωρισμό να προβλέπεται να κυμανθεί μεταξύ 2,6% και 2,8%. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού κλίνουν προς τα πάνω και συνδέονται κυρίως με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, δηλαδή τις συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Επιπλέον, ανοδικές πιέσεις στις τιμές ενδέχεται να προκύψουν από την πρόσφατη ένταση στην Ερυθρά Θάλασσα και τη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, η κλιμάκωση των οποίων ενδέχεται να διαταράξει περαιτέρω τις αλυσίδες εφοδιασμού, να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος μεταφοράς και, κατά συνέπεια, στα γενικά επίπεδα τιμών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις, το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει υιοθετήσει νέα μέτρα από τον Μάρτιο του 2024. Αυτά έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικές στρεβλώσεις της αγοράς και να οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές σε διάφορα βασικά αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων καθαρισμού, των καλλυντικών και των προϊόντων βρεφικής φροντίδας.