Νέες λύσεις αναζητά το κυβερνητικό επιτελείο για την πράσινη μετάβαση της χώρας, καθώς αυξάνεται η κόπωση των πολιτών απέναντι στις πολιτικές που στοχεύουν στην μείωση των εκπομπών του άνθρακα.
Για πρώτη φορά η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη παίρνει αποστάσεις από κομβικές πράσινες ευρωπαϊκές πολιτικές ως αποτέλεσμα της μειωμένης αποδοχής των πολιτών για περιβαλλοντικούς στόχους, όπως φάνηκε από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών.
Αν και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών υποστηρίζει την πράσινη μετάβαση, τα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση απαιτούν χρόνο και χρήμα από νοικοκυριά και επαγγελματίες που δοκιμάζονται σκληρά από την ακρίβεια.
Η κυβέρνηση ανησυχεί μήπως χαθεί η λαϊκή αποδοχή των πολιτικών που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση για ένα σημαντικό μεν σκοπό, που ωστόσο δεν παράγει άμεσα απτά αποτελέσματα.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στις πολιτικές για την κλιματική ουδετερότητα και την αντίληψη του κοινού σχετικά με αυτή τη μετάβαση. Πρέπει να γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η κλιματική μετάβαση είναι κάτι για τους πλούσιους. Ή ότι υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου μας. Και σε ορισμένες περιπτώσεις όντως αυτό κάνουμε», τόνισε ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης που συμμετείχε στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος που διεξήχθη στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα.
«Οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν ενδιαφέρονται να σώσουν τη μετά θάνατον ζωή τους. Θέλουν να έχουν μια καλή ζωή τώρα. Πρέπει να εξηγήσουμε καλύτερα και πιο απλά τα οφέλη της μετάβασης», πρόσθεσε ο ίδιος.
«Όχι» στον νέο στόχο της ΕΕ
Στη συγκεκριμένη συνάντηση, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία και την Τσεχία, τάχθηκε κατά της πρότασης των Βρυξελλών για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% ως το 2040, χαρακτηρίζοντας την υπερβολικά φιλόδοξη.
Σημειώνεται ότι δέκα χώρες τάχθηκαν υπέρ του στόχου, ενώ άλλες δεκατρείς ζήτησαν πρόσθετες παραχωρήσεις. Ο προβληματισμός της Ελλάδας για τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγγίζει κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η στέγαση και ο αγροτικός τομέας.
Ενδεικτικά, η ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε» πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το 2035. Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, πρόκειται για περίπου 1,3 εκατ. κατοικίες στην Ελλάδα και για ένα υπολογιζόμενο κόστος της τάξης των 25 δισ. ευρώ μέχρι το 2035.
Μια ακόμη οδηγία από τις Βρυξέλλες αφορά την απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των καυστήρων και λεβήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι οποίοι σήμερα επιδοτούνται, και την αντικατάσταση τους με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, το κόστος ανέρχεται σε άλλα 25 δισ. ευρώ.
«Οι οδηγίες που έρχονται, η μία μετά την άλλη, δημιουργούν προβληματισμούς», υπογράμμισε ο γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, σε συνέδριο της Energypress στην Αθήνα, πριν από λίγες ημέρες.
«Είναι αλήθεια ότι μερικοί στόχοι είναι υπερβολικά αισιόδοξοι. Η νέα (Ευρωπαική) Επιτροπή που θα προκύψει θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκαλεί η πράσινη μετάβαση με ένα πιο δημιουργικό τρόπο έτσι ώστε το Green Deal να μην χάσει τη λαϊκή αποδοχή και συναίνεση», ανέφερε ο ίδιος.
Οι αγρότες
Η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης εμφανίζεται μετά από την κάθοδο των αγροτών στην Αθήνα τον Φεβρουάριο, με την προειδοποίηση ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα τους, όπως συνέβη και αλλού στην Ευρώπη.
Οι μεγάλης έκτασης κινητοποιήσεις υποχρέωσαν τον κ. Μητσοτάκη να αναλάβει δράση και να παρέχει φθηνότερο ρεύμα για όλους τους αγρότες για τα επόμενα 2+8 χρόνια.
Ειδικοί, εντούτοις, προειδοποιούν ότι οι αποτελεσματικές λύσεις πρέπει να στοχεύουν ακριβώς στο πρόβλημα και να παρουσιάζονται τα οφέλη με σαφήνεια.
Η δεξαμενή σκέψης Centre for European Reform εξηγεί σε έκθεση της ότι «η στήριξη του εισοδήματος θα πρέπει να επικεντρώνεται στο μέλλον σε αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο, όπως οι καταναλωτές χαμηλών εισοδημάτων που αγωνίζονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας».
«Το επιχείρημα ότι η Ευρώπη έχει το καθήκον να μειώσει τις εκπομπές της και γρήγορα, λόγω της διεθνούς δέσμευσής της να το κάνει, μπορεί να "μιλήσει" σε ορισμένους ψηφοφόρους, αλλά σίγουρα όχι σε όλους. Είναι επομένως σημαντικό για τους νομοθέτες να κοινοποιούν καλύτερα τα οφέλη της δράσης για το κλίμα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε άλλο επίπεδο», προσθέτει.